χερσονήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
mNo edit summary
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χερσονήσιος:''' μεταγεν., Αττ. χερρ-, -α, -ον, αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο· αυτός που ανήκει στη Θρακική χερσόνησο, σε Ευρ.
|lsmtext='''χερσονήσιος:''' μεταγεν., Αττ. χερρ-, -α, -ον, αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο· αυτός που ανήκει στη Θρακική χερσόνησο, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χερσονήσιος]], λατερ αττιξ χερρ-ος, η, ον<br />of or like a [[peninsula]]: of the Thracian [[Chersonese]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:19, 4 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσονήσιος Medium diacritics: χερσονήσιος Low diacritics: χερσονήσιος Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΙΟΣ
Transliteration A: chersonḗsios Transliteration B: chersonēsios Transliteration C: chersonisios Beta Code: xersonh/sios

English (LSJ)

later χερρονήσιος, α, ον,
A peninsular, Hsch.
II of the Thracian Chersonese, E.Hec.8,33, al.
III Χερσονήσια, τά, Chersonesia, festival at Delos, Inscr.Délos353B45, 366A132 (iii B. C.).
2 χερσονήσιον, τό, revenue from the Chersonese (a domain of the Delian temple), ib.354.22, al. (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1351] att. χεῤῥον., von einer Halbinsel, ihr ähnlich, dazu gehörig.

Greek (Liddell-Scott)

χερσονήσιος: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς χερσόνησον, ἢ ὅμοιος πρὸς χερσόνησον, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Εὐρ. Ἑκ. 8. 33, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και χερρονήσιος, -ησία, -ον, Α χερσόνησος / χερρόνησος
1. αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χερσόνησο της Θράκης («ὅς τὴν ἀρίστην Χερσονησίαν πλάκα σπείρει», Ευρ.)
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ χερσονήσιον
τα έσοδα από τη χερσόνησο, κτήμα του ιερού της Δήλου
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Χερσονήσιοι και Χερρονήσιοι
οι κάτοικοι διαφόρων πόλεων που έφεραν την ονομασία Χερσόνησος ή Χερρόνησος
5. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Χερσονήσια
ονομασία γιορτής στη Δήλο.

Greek Monotonic

χερσονήσιος: μεταγεν., Αττ. χερρ-, -α, -ον, αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο· αυτός που ανήκει στη Θρακική χερσόνησο, σε Ευρ.