αγροίκος: Difference between revisions

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο και άγροικος, -η, -ο (AM [[ἀγροῖκος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[απολίτιστος]], [[ακαλλιέργητος]], [[άξεστος]], [[τραχύς]] στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άπειρος]], [[αμαθής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ειλικρινής]], [[απονήρευτος]], [[απλοϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αγρότης]], [[χωρικός]]<br /><b>3.</b> [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]]<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]]) ο [[ακαλλιέργητος]], ο [[άγριος]] («[[ὄρος]] ἄγροικον»)<br /><b>5.</b> (για φρούτα) ο μη [[εκλεκτός]], ο [[κοινός]]<br /><b>6.</b> (<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἄγροικοι</i><br />οι γεώμοροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]] <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγροικία]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγροικίζομαι]], [[ἀγροικικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀγροικώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγροικώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀγροικοστομῶ</i>].
|mltxt=αγροίκος, -ο και άγροικος, -η, -ο (AM [[ἀγροῖκος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[απολίτιστος]], [[ακαλλιέργητος]], [[άξεστος]], [[τραχύς]] στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άπειρος]], [[αμαθής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ειλικρινής]], [[απονήρευτος]], [[απλοϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αγρότης]], [[χωρικός]]<br /><b>3.</b> [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]]<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]]) ο [[ακαλλιέργητος]], ο [[άγριος]] («[[ὄρος]] ἄγροικον»)<br /><b>5.</b> (για φρούτα) ο μη [[εκλεκτός]], ο [[κοινός]]<br /><b>6.</b> (<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἄγροικοι</i><br />οι γεώμοροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]] <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγροικία]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγροικίζομαι]], [[ἀγροικικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀγροικώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγροικώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀγροικοστομῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 5 February 2024

Greek Monolingual

αγροίκος, -ο και άγροικος, -η, -ο (AM ἀγροῖκος, -ον)
1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά
2. ανόητος
νεοελλ.
άπειρος, αμαθής
μσν.
ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς
2. (για πρόσωπα) αγρότης, χωρικός
3. χωριάτικος, αγροτικός
4. (για τόπο) ο ακαλλιέργητος, ο άγριοςὄρος ἄγροικον»)
5. (για φρούτα) ο μη εκλεκτός, ο κοινός
6. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγροικοι
οι γεώμοροι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός + οἰκῶ.
ΠΑΡ. ἀγροικία (Ι)
αρχ.
ἀγροικίζομαι, ἀγροικικός
μσν.
ἀγροικώδης
νεοελλ.
αγροικώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγροικοστομῶ].