ζημιώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ζημιώ (AM ζημιῶ, -όω, Μ και [[ζημιώνω]]) [[ζημία]]<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] σε κάποιον [[ζημιά]], [[απώλεια]], [[βλάβη]], [[βλάπτω]], [[παραβλάπτω]] (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] [[ζημιά]] («ζήμιωσα από την [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]] («δεν ζημιώνουν την αϋλότητα της σκηνής», Παπαντ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζημιώνομαι</i> και <i>ζημιούμαι</i><br />[[χάνω]] κάποιον, στερούμαι κάποιον<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ζημιωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έχει απώλειες, ο [[χαμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιβάλλω]] σε κάποιον χρηματική [[ποινή]], [[πρόστιμο]], [[τιμωρώ]].
|mltxt=και ζημιώ (AM ζημιῶ, -όω, Μ και [[ζημιώνω]]) [[ζημία]]<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] σε κάποιον [[ζημιά]], [[απώλεια]], [[βλάβη]], [[βλάπτω]], [[παραβλάπτω]] (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῖ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] [[ζημιά]] («ζήμιωσα από την [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]] («δεν ζημιώνουν την αϋλότητα της σκηνής», Παπαντ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζημιώνομαι</i> και <i>ζημιούμαι</i><br />[[χάνω]] κάποιον, στερούμαι κάποιον<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ζημιωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έχει απώλειες, ο [[χαμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιβάλλω]] σε κάποιον χρηματική [[ποινή]], [[πρόστιμο]], [[τιμωρώ]].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

και ζημιώ (AM ζημιῶ, -όω, Μ και ζημιώνω) ζημία
1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῖ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση»)
2. ελαττώνω («δεν ζημιώνουν την αϋλότητα της σκηνής», Παπαντ.)
3. μέσ. ζημιώνομαι και ζημιούμαι
χάνω κάποιον, στερούμαι κάποιον
νεοελλ.-μσν.
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ζημιωμένος, -η, -ο
αυτός που έχει απώλειες, ο χαμένος
μσν.-αρχ.
επιβάλλω σε κάποιον χρηματική ποινή, πρόστιμο, τιμωρώ.