περιφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περιφλέγομαι</i><br />καίγομαι από [[παντού]], κατακαίγομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> καταστρέφομαι («βλέφαρα περιπεφλεγμένα ταῖς ῥοαῑς τῶν δακρύων», Ιωάνν. Δαμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]], έχω φλόγες [[ολόγυρα]] («τῶν τόπων ἐμπύρων ὄντων καί περιφλεγόντων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φλέγω]], [[καίω]] [[ολόγυρα]] («[[θέρος]] περιφλέγει τὰ γεννώμενα», Φίλων)<br /><b>3.</b> [[κατακαίω]], [[καταστρέφω]] [[τελείως]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περιφλέγομαι</i><br />καίγομαι από [[παντού]], κατακαίγομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> καταστρέφομαι («βλέφαρα περιπεφλεγμένα ταῖς ῥοαῖς τῶν δακρύων», Ιωάνν. Δαμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]], έχω φλόγες [[ολόγυρα]] («τῶν τόπων ἐμπύρων ὄντων καί περιφλεγόντων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φλέγω]], [[καίω]] [[ολόγυρα]] («[[θέρος]] περιφλέγει τὰ γεννώμενα», Φίλων)<br /><b>3.</b> [[κατακαίω]], [[καταστρέφω]] [[τελείως]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:46, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφλέγω Medium diacritics: περιφλέγω Low diacritics: περιφλέγω Capitals: ΠΕΡΙΦΛΕΓΩ
Transliteration A: periphlégō Transliteration B: periphlegō Transliteration C: periflego Beta Code: perifle/gw

English (LSJ)

A burn, blaze all round, Id.2.648c.
II trans., burn up, wither, θέρος π. τὰ γεννώμενα Ph. 2.391; ἆσθμα π. χαίτην D.Chr.36.47: with acc. understood, πρὶν ἢ τὸν ἥλιον -φλέγειν Poll.10.51; overheat, Plu.2.651b, Sor.1.72:—Pass., of victims in the bull of Phalaris, Plb.12.25.2; to be singed, Philum. Ven.7.12: metaph., Plu.2.498b; cf. περιφλεύω.

German (Pape)

[Seite 599] ringsum verbrennen, Pol. 12, 25, 2; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

1 tr. enflammer tout autour, acc.;
2 intr. être ardent tout autour.
Étymologie: περί, φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

περιφλέγω:
1 обжигать, сжигать, опалять (καταπιμπράναι καὶ π. τινά Plut.; πανταχόθεν περιφλεγόμενος Polyb.);
2 пылать, быть в огне: τῶν τόπων ἐμπύρων ὄυτων καὶ περιφλεγόντων Plut. так как эти местности чрезвычайно жарки.

Greek (Liddell-Scott)

περιφλέγω: καίω, φλέγω ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 648C, Δίων Χρ. 2. 97. ― Παθ., Πολύβ. 12. 25, 2.

Greek Monolingual

ΜΑ
παθ. περιφλέγομαι
καίγομαι από παντού, κατακαίγομαι
μσν.
παθ. καταστρέφομαι («βλέφαρα περιπεφλεγμένα ταῖς ῥοαῖς τῶν δακρύων», Ιωάνν. Δαμ.)
αρχ.
1. καίω, έχω φλόγες ολόγυρα («τῶν τόπων ἐμπύρων ὄντων καί περιφλεγόντων», Πλούτ.)
2. φλέγω, καίω ολόγυραθέρος περιφλέγει τὰ γεννώμενα», Φίλων)
3. κατακαίω, καταστρέφω τελείως.

Greek Monotonic

περιφλέγω: μέλ. -ξω, κατακαίω ολόγυρα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ξω
to burn all round, Plut.