τρίψις: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίψεως, ἡ, Α [[τρίβω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[τρίβω]], [[τριβή]], [[τρίψιμο]] («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάλαξη]] («τὴν [[ἄλλην]] περὶ τὸ [[σῶμα]] θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ [[περιττός]], [[ὥστε]] και τρίψεσι... χρῆσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[αντίσταση]] την οποία παρέχει ένα [[σώμα]] εφαπτόμενο ή προστριβόμενο («οὐδὲν διαφέρουσι τῶν ἄλλων βοῶν ὅτι μὴ τοῦτο καὶ τὸ [[δέρμα]] ἐς παχύτητά τε καὶ τρῑψιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τρίψεις</i><br />εδέσματα που παρασκευάζονται με πολλή [[πρόστριψη]].
|mltxt=-ίψεως, ἡ, Α [[τρίβω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[τρίβω]], [[τριβή]], [[τρίψιμο]] («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάλαξη]] («τὴν [[ἄλλην]] περὶ τὸ [[σῶμα]] θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ [[περιττός]], [[ὥστε]] και τρίψεσι... χρῆσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[αντίσταση]] την οποία παρέχει ένα [[σώμα]] εφαπτόμενο ή προστριβόμενο («οὐδὲν διαφέρουσι τῶν ἄλλων βοῶν ὅτι μὴ τοῦτο καὶ τὸ [[δέρμα]] ἐς παχύτητά τε καὶ τρῖψιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τρίψεις</i><br />εδέσματα που παρασκευάζονται με πολλή [[πρόστριψη]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ίψεως, ἡ, Α τρίβω
1. η ενέργεια του τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.)
2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.)
3. η αντίσταση την οποία παρέχει ένα σώμα εφαπτόμενο ή προστριβόμενο («οὐδὲν διαφέρουσι τῶν ἄλλων βοῶν ὅτι μὴ τοῦτο καὶ τὸ δέρμα ἐς παχύτητά τε καὶ τρῖψιν», Ηρόδ.)
4. στον πληθ. αἱ τρίψεις
εδέσματα που παρασκευάζονται με πολλή πρόστριψη.