ἔξαλσις: Difference between revisions
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔξαλσις]], η (Α) [[εξάλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[πήδημα]] με ενωμένα τα πόδια<br /><b>2.</b> (για σπονδύλους) [[εξάρθρωση]]. | |mltxt=[[ἔξαλσις]], η (Α) [[εξάλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[πήδημα]] με ενωμένα τα πόδια<br /><b>2.</b> (για σπονδύλους) [[εξάρθρωση]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dislocation]]=== | |||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διάστρεμμα]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 13 February 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A leaping with the legs held together (κομιδὴ σκελῶν συνεχής) for exercise, Aret.CD1.2.
II dislocation, displacement, Hp.Art.46.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic.
1 desplazamiento, luxación de vértebras οὐ ῥηΐδιον τοιαύτην ἔξαλσιν γενέσθαι ἐς τὸ ἔσω Hp.Art.46, cf. ib.
2 salto como ejercicio terapéutico, Aret.CD 1.2.13.
German (Pape)
[Seite 866] ἡ, der Sprung auf einem Fleck mit zusammengehaltenen Füßen, Aret. – Bei Hippocr. = Verrenkung.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαλσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξάλλεσθαι, πηδᾶν πρὸς τὰ ἄνω χάριν ἀσκήσεως, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2. ΙΙ. ἔξωσις, μετατόπισις, ἐπὶ τῶν σπονδύλων τῆς ῥάχεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· πρβλ. ἐξάλλομαι.
Greek Monolingual
ἔξαλσις, η (Α) εξάλλομαι
1. πήδημα με ενωμένα τα πόδια
2. (για σπονδύλους) εξάρθρωση.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διάστρεμμα, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang