συνεισδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)δίδωμι" to "Full diacritics=$1δῐ́δωμι")
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=συνεισδίδωμι
|Full diacritics=συνεισδῐ́δωμι
|Medium diacritics=συνεισδίδωμι
|Medium diacritics=συνεισδίδωμι
|Low diacritics=συνεισδίδωμι
|Low diacritics=συνεισδίδωμι

Latest revision as of 16:20, 15 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισδῐ́δωμι Medium diacritics: συνεισδίδωμι Low diacritics: συνεισδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΙΣΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: syneisdídōmi Transliteration B: syneisdidōmi Transliteration C: syneisdidomi Beta Code: suneisdi/dwmi

English (LSJ)

submit to a court together with another, μοι συγχώρησιν Mitteis Chr.31 ii 11 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Α
1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»].