προοικονομέω: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] vorher einrichten, Arist. u. Folgde, wie Cic. ad Qu. Fr. 2, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] vorher einrichten, Arist. u. Folgde, wie Cic. ad Qu. Fr. 2, 3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προοικονομέω:''' [[заранее устраивать]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προοικονομέω''': οἰκονομῶ, διευθετῶ πρότερον, Κικ. Q. Frat. 2. 3, 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 7. ― Μέσ., διευθετῶ δι’ ἄλλου πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 7. 8, 2. ― Παθ., διευθετοῦμαι πρότερον, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἡ [[φύσις]] ἑκατέρου Ἀριστ. Οἰκ. 1. 3, 4. | |lstext='''προοικονομέω''': οἰκονομῶ, διευθετῶ πρότερον, Κικ. Q. Frat. 2. 3, 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 7. ― Μέσ., διευθετῶ δι’ ἄλλου πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 7. 8, 2. ― Παθ., διευθετοῦμαι πρότερον, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἡ [[φύσις]] ἑκατέρου Ἀριστ. Οἰκ. 1. 3, 4. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ἡ, ΜΑ [[προοικονομῶ]], [[προοικονομέω]]<br />η [[διευθέτηση]] εκ τών προτέρων, η [[προετοιμασία]] σχεδίου που ακολουθείται στη [[συνέχεια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:19, 17 February 2024
English (LSJ)
A arrange before, J.AJ 2.5.7:—Med., get things previously arranged, Id.BJ7.8.2:—Pass., to be so arranged, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἑκατέρου ἡ φύσις Arist.Oec. 1343b26.
2 Med., introduce into a speech before, premise, Cic.QF 2.3.6.
German (Pape)
[Seite 737] vorher einrichten, Arist. u. Folgde, wie Cic. ad Qu. Fr. 2, 3.
Russian (Dvoretsky)
προοικονομέω: заранее устраивать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
προοικονομέω: οἰκονομῶ, διευθετῶ πρότερον, Κικ. Q. Frat. 2. 3, 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 7. ― Μέσ., διευθετῶ δι’ ἄλλου πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 7. 8, 2. ― Παθ., διευθετοῦμαι πρότερον, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἡ φύσις ἑκατέρου Ἀριστ. Οἰκ. 1. 3, 4.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ προοικονομῶ, προοικονομέω
η διευθέτηση εκ τών προτέρων, η προετοιμασία σχεδίου που ακολουθείται στη συνέχεια.