ταχυβάτης: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τᾰχῠβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=ταχυβάτης | |Medium diacritics=ταχυβάτης | ||
|Low diacritics=ταχυβάτης | |Low diacritics=ταχυβάτης |
Latest revision as of 21:46, 24 February 2024
English (LSJ)
ταχυβάτου, ὁ, = ταχυβάμων (fast-walking), E. Rh. 134 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1076] ὁ, = Vorigem, Eur. Rhes. 134.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui va vite, qui marche vite.
Étymologie: ταχύς, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠβάτης: (ᾰ) быстро идущий, скорый, проворный (κατόπτης Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρῆσ. 134.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ταχυβάδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ὀρειβάτης].
Greek Monotonic
τᾰχῠβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που περπατάει γρήγορα, σε Ευρ.