σελίδιον: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[σελίς]], - | |mltxt=τὸ, Α [[σελίς]], -ίδος]<br /><b>1.</b> μικρή [[σελίδα]]<br /><b>2.</b> [[στήλη]] σελίδας παπύρου ή μαθηματικού πίνακα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
τό, Dim. of σελίς, column of a papyrus or mathematical table, Plb.5.33.3 (v.l.), Ptol.Geog.2.1.3, Alm.6.7, al., Vett.Val.303.26, Suid.
German (Pape)
[Seite 870] τό, dim. von σελίς; Pol. 5, 33, 3, l. d.; B. A. 766, 28.
Russian (Dvoretsky)
σελίδιον: (ῐδ) τό листок, страничка (Polyb. - v.l. к σελίς).
Greek (Liddell-Scott)
σελίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σελίς, σελὶς ἢ στήλη βιβλίου, διαφορ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 5. 33, 3. Σουΐδ., συχν. παρὰ τῷ Πτολ.
Greek Monolingual
τὸ, Α σελίς, -ίδος]
1. μικρή σελίδα
2. στήλη σελίδας παπύρου ή μαθηματικού πίνακα.