χρύσασπις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάσπιδες</i><br />[[σώμα]] ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού<br /><b>αρχ.</b><br />οπλισμένος με [[χρυσή]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ασπίς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]]), [[πρβλ]]. [[χάλκασπις]]].
|mltxt=-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάσπιδες</i><br />[[σώμα]] ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού<br /><b>αρχ.</b><br />οπλισμένος με [[χρυσή]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ασπίς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -ίδος), [[πρβλ]]. [[χάλκασπις]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσασπις Medium diacritics: χρύσασπις Low diacritics: χρύσασπις Capitals: ΧΡΥΣΑΣΠΙΣ
Transliteration A: chrýsaspis Transliteration B: chrysaspis Transliteration C: chrysaspis Beta Code: xru/saspis

English (LSJ)

ῐδος, ὁ, ἡ, with shield of gold, Ἄρης B.19.11; Θήβα Pi.I.1.1; Παλλάς E.Ph.1372; οἱ χ., a corps in the Macedonian army, Poll.1.175.

German (Pape)

[Seite 1379] ιδος, mit goldenem Schilde; Pind. Θήβη I. 1, 1, Παλλάς Eur. Phoen. 1381, Ῥώμη Byzan. anath. 4 (IX, 697).

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier d'or.
Étymologie: χρυσός, ἀσπίς.

Russian (Dvoretsky)

χρύσασπις: ῐδος (ῡ) adj. с золотым щитом или оружием (Θήβη Pind.; Παλλάς Eur.; Ῥώμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χρύσασπις: [ῡ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσῆν ἀσπίδα, Θήβη Πινδ. Ι. 1. 1· Παλλὰς Εὐρ. Φοίν. 1372· οἱ χρυσάσπιδες, σῶμά τι τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α, 175.

English (Slater)

χρῡσασπις with golden shield χρύσασπι Θήβα (I. 1.1)

Greek Monolingual

-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες
σώμα ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού
αρχ.
οπλισμένος με χρυσή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ασπίς (< ἀσπίς, -ίδος), πρβλ. χάλκασπις].

Greek Monotonic

χρύσασπις: [ῡ], -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χρυσή ασπίδα, σε Πίνδ., Ευρ.

Middle Liddell

χρύ¯σ-ασπις, ιδος, ὁ, ἡ,
with shield of gold, Pind., Eur.

English (Woodhouse)

with golden shield

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)