παροδίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[passer]]-by, [[wayfarer]], Anth.:— fem. [[παροδῖτις]], ιδος, Anth.
|mdlsjtxt=a [[passer]]-by, [[wayfarer]], Anth.:— fem. [[παροδῖτις]], ιδος, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροδίτης Medium diacritics: παροδίτης Low diacritics: παροδίτης Capitals: ΠΑΡΟΔΙΤΗΣ
Transliteration A: parodítēs Transliteration B: paroditēs Transliteration C: paroditis Beta Code: parodi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, passer-by, traveller, Hp. Ep.17, AP9.249 (Maec.), IG 14.494 (Catana):—fem. παροδῖτις, ιδος, AP 7.429 (Alc.), 9.373.

German (Pape)

[Seite 524] ὁ, der Vorübergehende, Hippocr.; Qu. Maec. 10 (IX, 249), ὦ παροδῖτα; übh. am Wege, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur qui passe, passant.
Étymologie: πάροδος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰροδίτης: ου (ῑ) ὁ проходящий мимо, прохожий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

παροδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρερχόμενος, διαβάτης, Ἱππ. 1280. 16, Ἀνθ. Π. 9. 249· -θηλ., παροδῖτις, ιδος, ὁ αὐτ. 7. 429., 9. 373.

Greek Monolingual

ό, θηλ. παροδῖτις, Α
αυτός που περνά από τον δρόμο, ο διαβάτης, ο περαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάροδος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. συνοδίτης)].

Greek Monotonic

παροδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός, σε Ανθ.· θηλ. παροδῖτις, -ιδος, στον ίδ.

Middle Liddell

a passer-by, wayfarer, Anth.:— fem. παροδῖτις, ιδος, Anth.