αὐτογέννητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[self]]-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a [[mother]]'s [[intercourse]] with her own [[child]], Soph.
|mdlsjtxt=[[self]]-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a [[mother]]'s [[intercourse]] with her own [[child]], Soph.
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=-ον [[creador de sí mismo]], [[autoengendrado]] de la divinidad suprema ἐπικαλοῦμαί σε τὸν πάντων μείζονα, τὸν πάντα κτίσαντα, σὲ τὸν α<ὐ>τογέννετον <b class="b3">te invoco a ti, que eres superior a todos, el que todo lo ha creado, a ti, el autoengendrado</b> P XIII 63 P XIII 572  
|esmgtx=-ον [[creador de sí mismo]], [[autoengendrado]] de la divinidad suprema ἐπικαλοῦμαί σε τὸν πάντων μείζονα, τὸν πάντα κτίσαντα, σὲ τὸν α<ὐ>τογέννετον <b class="b3">te invoco a ti, que eres superior a todos, el que todo lo ha creado, a ti, el autoengendrado</b> P XIII 63 P XIII 572  
}}
}}

Revision as of 11:53, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτογέννητος Medium diacritics: αὐτογέννητος Low diacritics: αυτογέννητος Capitals: ΑΥΤΟΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: autogénnētos Transliteration B: autogennētos Transliteration C: aftogennitos Beta Code: au)toge/nnhtos

English (LSJ)

αὐτογέννητον, = αὐτογενής: αὐ. κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, S. Ant.864.

Spanish (DGE)

-ον
nacido de sí mismo por enálage κοιμήματα τ' αὐτογέννητα ... μητρός unión de una madre con su propio hijo S.Ant.864
frec. en lit. crist., de Dios, Hom.Clem.16.16, de una de las tres divisiones del universo ἡ αὐ. μοῖρα Hippol.Haer.5.12.7, de las tinieblas κακὸν αὐτογέννητον Basil.M.29.36C.

German (Pape)

[Seite 396] dasselbe, αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός Soph. Ant. 856, Jocaste's Beilager mit dem Sohne, den sie selbst geboren.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός SOPH commerce d'une mère (Jocaste) avec son propre enfant.
Étymologie: αὐτός, γεννάω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτογέννητος: кровосмесительный (κοιμήματα ματρός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτογέννητος: -ον, = αὐτογενής: κοιμήματά τε αὐτογέννητ’ ... μητρός, καὶ κοιμήματα μητρὸς μετὰ τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος τέκνου, Σοφ. Ἀντ. 864· - ὡσαύτως, αὐτογεννήτωρ, ορος, ὁ, αὐτὸς ὁ πατήρ, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 239Α.

Greek Monolingual

αὐτογέννητος, -ον (Α)
αυτογενής.

Greek Monotonic

αὐτογέννητος: -ον, αυτός που δημιουργείται μόνος του, αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός, ερωτική συνεύρεση της μητέρας με το ίδιο της το παιδί, σε Σοφ.

Middle Liddell

self-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, Soph.

Léxico de magia

-ον creador de sí mismo, autoengendrado de la divinidad suprema ἐπικαλοῦμαί σε τὸν πάντων μείζονα, τὸν πάντα κτίσαντα, σὲ τὸν α<ὐ>τογέννετον te invoco a ti, que eres superior a todos, el que todo lo ha creado, a ti, el autoengendrado P XIII 63 P XIII 572