γειτονεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
m (Text replacement - "met dat" to "met dat")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γειτονεύω]] [[γείτων]] [[in de buurt zijn van]], [[met dat]].
|elnltext=[[γειτονεύω]] [[γείτων]] [[in de buurt zijn van]], met dat.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:19, 4 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτονεύω Medium diacritics: γειτονεύω Low diacritics: γειτονεύω Capitals: ΓΕΙΤΟΝΕΥΩ
Transliteration A: geitoneúō Transliteration B: geitoneuō Transliteration C: geitoneyo Beta Code: geitoneu/w

English (LSJ)

= γειτονέω (be a neighbour), c. dat., X. Vect. 1.8, Str. 3.3.8, al. ; abs., Id. 4.6.8, al., Phld. Ir. p. 48 W., etc. ; — Med., τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται ταύτῃ τῇ ἴξει Hp. Fract. 18.

Spanish (DGE)

ser vecino o limítrofe c. dat. Ἀθήναις δὲ γειτονεύουσιν (πόλεσι) X.Vect.1.8, τοὺς γειτονεύοντας αὐτοῖς (Καντάβροις) Str.3.3.8, cf. 5.3.4, 16.4.22, γείτον<ε>ς κοινοί εἰσιν οἷς γειτονε[ύει] ... Act.Amphip.9.5 (IV a.C.)
abs. οὐδ' εἰς ταὐτὸ τολμᾷ π[λ] οῖον [ἐ] μβαίνειν οὐδὲ γειτονεύειν no se atreve a montar (con el iracundo) en la misma nave ni a ser su vecino Phld.Ir.21.37, τὰ γειτονεύοντα μέρη las regiones limítrofes Str.4.6.8, οἱ γειτονεύοντες los vecinos App.Mith.119
en v. med. ser contiguo, estar próximo anat. c. dat. τοῖσι γὰρ ἐπικαιροτάτοισι τόνοισι γειτονεύονται Hp.Art.11, τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται μᾶλλον ταύτῃ τῇ ἴξει Hp.Fract.18.

German (Pape)

[Seite 478] = γειτνιάω, Xen. vect. 1, 8; Strab. u. Sp.; auch med., Hippocr.

French (Bailly abrégé)

être voisin de, τινι.
Étymologie: γείτων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτονεύω γείτων in de buurt zijn van, met dat.

Russian (Dvoretsky)

γειτονεύω: Xen. = γειτνιάω.

Greek (Liddell-Scott)

γειτονεύω: τῷ προηγ., Ξεν. Πόρ. 1, 8, Στράβ., κτλ.· ἐν μέσ. τύπῳ, γειτονεύεσθαί τινι Ἱππ. Ἀγμ. 764.

Greek Monolingual

(AM γειτονεύω) γείτων
1. είμαι γείτονας κάποιου
2. συνορεύω
νεοελλ.
(για γυναίκα) περνάω την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες.