ὄφλημα: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Proceß" to "Prozess") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] τό, [[Schuld]]; ἐξ ἐράνων, Isae. 11, 43; τὰ όφλήματα πόλεως, Dem. 25, 18; ὀφλήματος ἐγγυητὰς καταστῆσαι, 26, 39, im Gesetz; bes. in einem | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] τό, [[Schuld]]; ἐξ ἐράνων, Isae. 11, 43; τὰ όφλήματα πόλεως, Dem. 25, 18; ὀφλήματος ἐγγυητὰς καταστῆσαι, 26, 39, im Gesetz; bes. in einem Prozess verwirkte Geldstrafe, ἐκτῖσαι, 59, 7; Luc. u. a. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:47, 10 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, (ὀφλεῖν) fine incurred in a lawsuit, judgement-debt, D. 21.99, etc.; ὀφλήματα εἰσπράττειν Is.11.43; ἐκτεῖσαι Arist.Ath.63.3, cf. D.39.15, D.S.16.23, etc.; debt in general, POxy.237iv 18(ii A. D.), Luc.Herm.80, etc.; ὥσπερ ὄ. κληρονομίας Hdn.5.1.6.
German (Pape)
[Seite 426] τό, Schuld; ἐξ ἐράνων, Isae. 11, 43; τὰ όφλήματα πόλεως, Dem. 25, 18; ὀφλήματος ἐγγυητὰς καταστῆσαι, 26, 39, im Gesetz; bes. in einem Prozess verwirkte Geldstrafe, ἐκτῖσαι, 59, 7; Luc. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ήματος (τό) :
1 dette;
2 amende.
Étymologie: ὀφλισκάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὄφλημα: ατος τό
1 долг, задолженность Dem., Isae., Luc.;
2 юр. возложенный по суду денежный штраф, пеня Dem., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ὄφλημα: τό, (ὀφλεῖν) πρόστιμον ἐπιβληθὲν κατὰ τὴν δίκη, Δημ. 546, 28, κτλ.· ὀφλήματα εἰσπράττειν Ἰσαῖ. 88. 28· ἐκτίνειν Δημ. 998. 25, κλ.· - χρέος, ἀπαιτῶν γὰρ παρά τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει, λέγων ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τὸ ὄφλημα Λουκ. Ἑρμότ. 80, κτλ. - Καθ’Ἡσύχ.: «ὄφλημα· χρώστημα».
Greek Monotonic
ὄφλημα: -ατος, τό, πρόστιμο που επιβλήθηκε σε δίκη, σε Δημ.
Middle Liddell
ὄφλημα, ατος, τό,
a fine incurred in a lawsuit, Dem. [from ὀφλισκάνω
Mantoulidis Etymological
(=χρέος, πρόστιμο). Ἀπό τό ὀφλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ ὀφλισκάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.