σωρηδόν: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (elru replacement)
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σωρηδόν:''' adv. кучами, (целыми) [[массами]] olyb., Luc., Anth.
|elrutext='''σωρηδόν:''' adv. кучами, (целыми) массами Polyb., Luc., Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 22:10, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωρηδόν Medium diacritics: σωρηδόν Low diacritics: σωρηδόν Capitals: ΣΩΡΗΔΟΝ
Transliteration A: sōrēdón Transliteration B: sōrēdon Transliteration C: soridon Beta Code: swrhdo/n

English (LSJ)

A Adv. by heaps, in heaps, Plb.1.34.5, AP7.713 (Antip.), LXX Wi.18.23.
2 in arithmetical progression, Theol.Ar.9.

German (Pape)

[Seite 1060] adv., haufenweise; Antipat. Sid. 47 (VII, 713); σωρηδὸν διεφθείροντο, Pol. 1, 34, 5; Sp., wie Luc. Tim. 3; τῶν πυρῶν σωρηδὸν κεχυμένων, Poll. 1, 51.

French (Bailly abrégé)

adv.
en tas, en monceau.
Étymologie: σωρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωρηδόν [σωρεύω] adv., op een hoop.

Russian (Dvoretsky)

σωρηδόν: adv. кучами, (целыми) массами Polyb., Luc., Anth.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. (κυριολ. και μτφ.) σε σωρούς, σε μεγάλο αριθμό ώστε να σχηματίζεται σωρός (α. «θηκάρια σωρηδόν ερριμμένα», Κάλβ.
β. «πῖπτον δ' αὖ σωρηδὸν ἄλλοι ἐπ' ἄλλω», Τζέτζ
γ. «σωρηδὸν ἐκ χειρῶν νόμῳ διεφθείροντο», Πολ.)
αρχ.
μαθημ. με αριθμητική πρόοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].

Greek Monotonic

σωρηδόν: επίρρ., κατά σωρούς, σε σωρό, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σωρηδόν: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κατὰ σωρούς, ἐν σωρῷ, Πολύβ. 1. 34, 5, Ἀνθ. Π. 7. 713, κλπ.

Middle Liddell

by heaps, in heaps, Anth. [from σωρός