πρωτουργός: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protourgos
|Transliteration C=protourgos
|Beta Code=prwtourgo/s
|Beta Code=prwtourgo/s
|Definition=πρωτουργόν, [[primary]], κινήσεις Pl.''Lg.''897a, cf. Iamb.''Myst.''1.5, al.; ἔρωτος ἀρχή Procl.''in Alc.'' p.32 C.; ζωή Iamb.''Protr.''3, cf. Jul.''Or.'' 4.150b.
|Definition=πρωτουργόν, [[primary]], κινήσεις [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''897a, cf. Iamb.''Myst.''1.5, al.; ἔρωτος ἀρχή Procl.''in Alc.'' p.32 C.; ζωή Iamb.''Protr.''3, cf. Jul.''Or.'' 4.150b.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:15, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτουργός Medium diacritics: πρωτουργός Low diacritics: πρωτουργός Capitals: ΠΡΩΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: prōtourgós Transliteration B: prōtourgos Transliteration C: protourgos Beta Code: prwtourgo/s

English (LSJ)

πρωτουργόν, primary, κινήσεις Pl.Lg.897a, cf. Iamb.Myst.1.5, al.; ἔρωτος ἀρχή Procl.in Alc. p.32 C.; ζωή Iamb.Protr.3, cf. Jul.Or. 4.150b.

German (Pape)

zuerst machend, bewirkend, κινήσεις, die ersten, ursächlichen, Plat. Legg. X.897a.

Russian (Dvoretsky)

πρωτουργός: первоначальный, первичный (κίνησις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ πρῶτος ἐνεργήσας τι, ὁ πρῶτος αἴτιος ἔργου τινός, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Πρόκλ., κλπ.

Greek Monolingual

-ό / πρωτουργός, -όν, ΝΑ
αυτός που πρώτος δημιουργεί ή δημιούργησε κάτι, που πρώτος κάνει ή έκανε κάτι, ο πρωτεργάτης
νεοελλ.
συνεκδ. ο πρώτος αίτιος, ο πρωταίτιος
αρχ.
αρχικός, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ουργός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτουργός -όν [πρῶτος, ἔργον] als eerste werkend, primair:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a.