διαπλατύνω: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=διαπλᾰτῡ́νω | ||
|Medium diacritics=διαπλατύνω | |Medium diacritics=διαπλατύνω | ||
|Low diacritics=διαπλατύνω | |Low diacritics=διαπλατύνω |
Latest revision as of 10:20, 6 April 2024
English (LSJ)
dilate, X.Lac.2.5; flatten out, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.648a.
Spanish (DGE)
1 intr. ensanchar, de pers. engordar τροφὴν ... τὴν διαπλατύνουσαν τῷ σίτῳ X.Lac.2.6
•en v. med. ensancharse una construcción ἄνωθεν LXX Ez.41.7.
2 tr. aplastar, aplanar una masa διαπλατύνας (ποίησον) τετράγωνον Chrysipp.Tyan. en Ath.648a.
German (Pape)
[Seite 595] ganz breit machen, Ath. XIV, 648 a; τὰ σώματα σίτῳ Xen Lac. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
dilater fortement.
Étymologie: διά, πλατύνω.
Russian (Dvoretsky)
διαπλᾰτύνω: расширять, делать широким, т. е. полным (τὰ σώματα τῷ σίτῳ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διαπλᾰτύνω: ποιῶ τι λίαν πλατύ. εὐρύνω. Ξεν. Πολ. Λακ. 2, 5· πλατύνω, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθήν. 648Α.
Greek Monolingual
(Α διαπλατύνω) πλατύνω
διευρύνω ή προεκτείνω προς όλες τις κατευθύνσεις
αρχ.
διαστέλλω, διευρύνω κάτι.
Greek Monotonic
διαπλᾰτύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, διευρύνω, διαστέλλω, επεκτείνω, φαρδαίνω, σε Ξεν.