τεσσαρακοστός: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1095.png Seite 1095]] der vierzigste; αἱ τεσσαρακοσταί, eine Münze auf Chios, Thuc. 8, 101; – ἡ [[τεσσαρακοστή]], eine Abgabe des vierzigsten | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1095.png Seite 1095]] der vierzigste; αἱ τεσσαρακοσταί, eine Münze auf Chios, Thuc. 8, 101; – ἡ [[τεσσαρακοστή]], eine Abgabe des vierzigsten Teils vom Vermögen, Ar. Eccl. 825. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 07:45, 10 April 2024
English (LSJ)
τεσσαρακοστή, τεσσαρακοστόν,
A fortieth, Th.1.60, etc.; Dor. τετρωκοστός, τετρωκοστά, τετρωκοστόν, Archim.Aren.4.10, al.; also Ion. apparently, SIG167.17 (Mylasa, iv B.C.): but Ion. τετρηκοστή (pr. n.) GDI5755.5 (ibid.).
II ἡ τεσσαρακοστή (sc. μοῖρα):
1 tax of one-fortieth, Ar.Ec.825; ἐπίτροπος τεσσαρακοστῆς MAMA4.113 (Lysias, i/ii A.D.).
2 a fortieth, a coin of Chios, Th.8.101.
German (Pape)
[Seite 1095] der vierzigste; αἱ τεσσαρακοσταί, eine Münze auf Chios, Thuc. 8, 101; – ἡ τεσσαρακοστή, eine Abgabe des vierzigsten Teils vom Vermögen, Ar. Eccl. 825.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
quarantième ; αἱ τεσσαρακοσταί THC litt. les quarantièmes, monnaie de Chios.
Étymologie: τεσσαράκοντα.
Russian (Dvoretsky)
τεσσᾰρᾰκοστός: атт. τεττᾰρᾰκοστός 3 сороковой Thuc. etc.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. quadragesimus, Θουκ. 1. 60, κλπ.· Δωρ. τετρωκοστός, ή, όν, Ἀρτεμίδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d. Ι. II. ἡ τεσσαρακοστὴ (μοῖρα)· 1) φόρος ἢ τέλος συνιστάμενον εἰς τὸ ἓν τεσσαρακοστόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 825. 2) ἓν τεσσαρακοστόν, νόμισμά τι τῆς Χίου, Θουκ. 8. 101.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τεσσαρακοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α
(τακτικό αριθμτ.)
1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ ἀφικνοῦνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», Θουκ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η τεσσαρακοστή
βλ. τεσσαρακοστή.
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τεσσαρακοστό
καθένα από τα σαράντα ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεσσαρακοστά
εκκλ. λειτουργία που τελείται σαράντα μέρες μετά τον θάνατο ενός προσώπου, τα σαράντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρά-κοντα + κατάλ. τακτικών αριθμτ. -στός (πρβλ. πεντηκοστός). Ο τ. τετρωκο-στός < τετρώ-κοντα (βλ. λ. τεσσαράκοντα)].
Greek Monotonic
τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν,
I. όπως και σήμερα, Λατ. quadragesimus, σε Θουκ.
II. τεσσαρακοστὴ (μοῖρα), ἡ, τεσσαρακοστή, νόμισμα της Χίου, στον ίδ.
Middle Liddell
τεσσᾰρᾰκοστός, ή, όν
I. fortieth, Lat. quadragesimus, Thuc.
II. τεσσαρακοστή μοῖρα, a fortieth, a coin of Chios, Thuc.