ἀνάνιος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ananios | |Transliteration C=ananios | ||
|Beta Code=a)na/nios | |Beta Code=a)na/nios | ||
|Definition=ἀνάνιον, | |Definition=ἀνάνιον, [[without pain]]: Act., [[not giving pain]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''97.43. Adv. [[ἀνανίως]] ib.44. Cf. [[ἀνήνιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 08:38, 27 May 2024
English (LSJ)
ἀνάνιον, without pain: Act., not giving pain, Hsch., EM97.43. Adv. ἀνανίως ib.44. Cf. ἀνήνιος.
Spanish (DGE)
-ον
1 no doloroso Hsch., EM 97.44G., Et.Gen.773.
2 adv. ἀνανίως = sin dolor, EM 97.45G.
German (Pape)
[Seite 199] dor. für ἀνήνιος. ohne Kränkung, nicht kränkend, Sp.
French (Bailly abrégé)
2dor. c. ἀνήνιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάνιος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνίας, ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν ἀνίαν, ― «ἀνάνιος, ἀβλαβής, ἢ ὑπερήφανος, ἢ ἄλυπος» Ἡσύχ., ― «ἀνάνιον, ἄλυπον· κατὰ στέρησιν τῆς ἀνίας· ἀβλαβές. ― καὶ ἀνάνιος, ὑπερήφανος, ἀλύπητος, καὶ (ἐπίρρ.) ἀνανίως, τὸ ἀλύπως» Ἐτυμ. Μ. 97. 43: πρβλ. ἀνήνιος.
Greek Monolingual
ἀνάνιος, -ον (Α)
αυτός που δεν προξενεί πόνο ή θλίψη
κατά τον Ησύχιο «αβλαβής, άλυπος, υπερήφανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἄνιος «ανιαρός»].