κτηματικός: Difference between revisions
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ktimatikos | |Transliteration C=ktimatikos | ||
|Beta Code=kthmatiko/s | |Beta Code=kthmatiko/s | ||
|Definition=κτηματική, κτηματικόν,<br><span class="bld">A</span> [[possessed of wealth]], [[opulent]], Plb.5.93.6, [[Diodorus Siculus|D.S.]] 18.10, Plu.''Sol.''14; [[οἱ κτηματικοί]] = Lat. [[possessores]], App.''BC''1.12.<br><span class="bld">II</span> [[belonging to an estate]] or [[farm]], γεωργοί ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''136.18 (vi A.D.); τὰ τῶν κ. ἔργα ''PFlor.''161.6 (iii A.D.). | |Definition=κτηματική, κτηματικόν,<br><span class="bld">A</span> [[possessed of wealth]], [[opulent]], Plb.5.93.6, [[Diodorus Siculus|D.S.]] 18.10, Plu.''Sol.''14; [[οἱ κτηματικοί]] = Lat. [[possessores]], App.''BC''1.12.<br><span class="bld">II</span> [[belonging to an estate]] or [[belonging to a farm]], γεωργοί ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''136.18 (vi A.D.); τὰ τῶν κ. ἔργα ''PFlor.''161.6 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 05:25, 15 June 2024
English (LSJ)
κτηματική, κτηματικόν,
A possessed of wealth, opulent, Plb.5.93.6, D.S. 18.10, Plu.Sol.14; οἱ κτηματικοί = Lat. possessores, App.BC1.12.
II belonging to an estate or belonging to a farm, γεωργοί POxy.136.18 (vi A.D.); τὰ τῶν κ. ἔργα PFlor.161.6 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1519] vermögend, begütert; Pol. 5, 93, 6; Plut. Sol. 14 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a de la fortune, riche.
Étymologie: κτῆμα.
Russian (Dvoretsky)
κτημᾰτικός: состоятельный, имущий, богатый Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κτηματικός: -ή, -όν, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πολύβ. 5. 93, 6, Πλουτ. Σόλ. 14· οἱ κτ. οἱ παρὰ Ρωμ. possessores, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 12.
Greek Monolingual
και χτηματικός, -ή, -ό (AM κτηματικός, -ή, -όν) κτήμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία»)
νεοελλ.
φρ. «Κτηματική Τράπεζα» — τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κτηματικός
αυτός που έχει περιουσία, ιδίως αγροτικά κτήματα, κτηματίας, γαιοκτήμονας («εἰσφέρειν ᾤοντο δεῖν τοὺς κτηματικοὺς το τρίτον μέρος τῆς γῆς εἰς τήν... ἀναπλήρωσιν», Πολ.).