επιπόλαιος: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(13) |
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιπόλαιος]], -ον<br />θηλ. και ἐπιπολαία)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αβέβαιος]], [[ασαφής]], [[επιφανειακός]], μη [[εμβριθής]], [[ελαφρόμυαλος]], [[απερίσκεπτος]] (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας [[τυχών]]», Ισοκρ.<br />β. «επιπόλαιες αγάπες»)<br /><b>2.</b> ο [[επιφανειακός]], αυτός που δεν προχωρεί [[βαθιά]] («επιπόλαιο [[τραύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> [[φανερός]], [[πρόδηλος]], [[καταφανής]] («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για υπνο) [[ήσυχος]], [[ελαφρός]] («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινός]], [[συνηθισμένος]], κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιπόλαιος]], -ον<br />θηλ. και ἐπιπολαία)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αβέβαιος]], [[ασαφής]], [[επιφανειακός]], μη [[εμβριθής]], [[ελαφρόμυαλος]], [[απερίσκεπτος]] (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας [[τυχών]]», Ισοκρ.<br />β. «επιπόλαιες αγάπες»)<br /><b>2.</b> ο [[επιφανειακός]], αυτός που δεν προχωρεί [[βαθιά]] («επιπόλαιο [[τραύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> [[φανερός]], [[πρόδηλος]], [[καταφανής]] («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για υπνο) [[ήσυχος]], [[ελαφρός]] («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινός]], [[συνηθισμένος]], κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιπόλαιον</i><br />το [[επίπλοον]]<br /><b>6.</b> «επιπόλαια χρήματα» <b>επιγρ.</b><br />η κινητή [[περιουσία]], τα έπιπλα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπολαίως</i> και -<i>α</i><br />επιφανειακά, όχι σε [[βάθος]], [[ελαφρά]], με [[επιπολαιότητα]], [[χωρίς]] σαφή [[επίγνωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επιπολής</i> (<b>βλ. λ.</b> [[επιπολή]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:11, 23 October 2024
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπιπόλαιος, -ον
θηλ. και ἐπιπολαία)
1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ.
β. «επιπόλαιες αγάπες»)
2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά («επιπόλαιο τραύμα»)
αρχ.
1. αυτός που προεξέχει
2. φανερός, πρόδηλος, καταφανής («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», Αριστοτ.)
3. (για υπνο) ήσυχος, ελαφρός («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», Λουκιαν.)
4. κοινός, συνηθισμένος, κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν», Δημοσθ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιπόλαιον
το επίπλοον
6. «επιπόλαια χρήματα» επιγρ.
η κινητή περιουσία, τα έπιπλα.
επίρρ...
επιπολαίως και -α
επιφανειακά, όχι σε βάθος, ελαφρά, με επιπολαιότητα, χωρίς σαφή επίγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπολής (βλ. λ. επιπολή)].