πυρίφλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyriflektos
|Transliteration C=pyriflektos
|Beta Code=puri/flektos
|Beta Code=puri/flektos
|Definition=πυρίφλεκτον, ([[φλέγω]]) [[burnt]] or [[blazing with fire]], κάμακες A.''Fr.''171 (anap.); πανός E.''Ion'' 195 (lyr.); [[fiery]], βλάβαι Lyc.218; πόθοι ''AP''12.151; [[βοστρύχια]] ib.11.66 (Antiphil.).
|Definition=πυρίφλεκτον, ([[φλέγω]]) [[burnt]] or [[blazing with fire]], κάμακες A.''Fr.''171 (anap.); πανός [[Euripides|E.]]''[[Ion]]'' 195 (lyr.); [[fiery]], βλάβαι Lyc.218; πόθοι ''AP''12.151; [[βοστρύχια]] ib.11.66 (Antiphil.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:24, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίφλεκτος Medium diacritics: πυρίφλεκτος Low diacritics: πυρίφλεκτος Capitals: ΠΥΡΙΦΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: pyríphlektos Transliteration B: pyriphlektos Transliteration C: pyriflektos Beta Code: puri/flektos

English (LSJ)

πυρίφλεκτον, (φλέγω) burnt or blazing with fire, κάμακες A.Fr.171 (anap.); πανός E.Ion 195 (lyr.); fiery, βλάβαι Lyc.218; πόθοι AP12.151; βοστρύχια ib.11.66 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 823] mit od. im Feuer verbrannt; κάμακες Aesch. frg. 157; Eur. Ion 195; übh feurig, πόθοι, βλάβαι, Ep. ad. 29 (XII, 151); Lycophr. 217; von der Farbe, βοστρύχια Antiphil. (XI, 60).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 brûlé par le feu;
2 frisé au feu;
3 fig. ardent.
Étymologie: πῦρ, φλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίφλεκτος -ον [πῦρ, φλέγω] brandend; overdr:. πόθοι π. brandende verlangens AP 12.151.3.

Russian (Dvoretsky)

πυρίφλεκτος:
1 обожженный, обгорелый (κάμακες Aesch.);
2 огненный, пламенный (πόθοι Anth.);
3 опаленный завивкой (βοστρύχια Anth.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αναδίδει πύρινη φλόγα ή αυτός που λάμπει από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φλεκτος, ρηματ. επίθ. του φλέγω που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. άφλεκτος, ημίφλεκτος)].

Greek Monotonic

πῠρίφλεκτος: ον, (φλέγω), αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίφλεκτος: -ον, (φλέγω) φλεγόμενος ἢ ἀναλάμπων καὶ ἀναδίδων φλόγας πυρίνας, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 167, Εὐρ. Ἴων 195· πύρινος, πεφλογισμένος, ἐξημμένος, βλάβαι, πόθοι Ἀνθολ. Π. 12. 151, Λυκόφρ. 217· - ἐπὶ χρώματος, βοστρύχια Ἀνθ. Π. 11. 66.

Middle Liddell

πῠρί-φλεκτος, ον, φλέγω
blazing with fire, Eur.