πτώσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptosimos
|Transliteration C=ptosimos
|Beta Code=ptw/simos
|Beta Code=ptw/simos
|Definition=πτώσιμον, ([[πίπτω]]) [[having fallen]], [[fallen]], [[στρατός]] A.''Ag.''639; [[σταγών]] ib.1122 (lyr.).
|Definition=πτώσιμον, ([[πίπτω]]) [[having fallen]], [[fallen]], [[στρατός]] [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''639; [[σταγών]] ib.1122 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 22:10, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτώσῐμος Medium diacritics: πτώσιμος Low diacritics: πτώσιμος Capitals: ΠΤΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: ptṓsimos Transliteration B: ptōsimos Transliteration C: ptosimos Beta Code: ptw/simos

English (LSJ)

πτώσιμον, (πίπτω) having fallen, fallen, στρατός A.Ag.639; σταγών ib.1122 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 812] gefallen, getödtet, στρατὸς δορὶ πτώσιμος Aesch. Ag. 625.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tombé, détruit, anéanti.
Étymologie: πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτώσιμος -ον [πτῶσις] gevallen, gedood.

Russian (Dvoretsky)

πτώσῐμος:
1 падающий (κροκοβαφὴς σταγών Aesch.);
2 павший, побитый (στρατός Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α πτῶσις
1. αυτός που έχει πέσει, πεσμένος
2. νεκρός.

Greek Monotonic

πτώσιμος: -ον (πίπτω, πέ-πτωκα), αυτός που έχει πέσει, σκοτωθεί στη μάχη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτώσιμος: -ον, (πίπτω, πέπτωκα) ὁ πεσών, πεπτωκώς, στρατὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 639· σταγὼν πτ. αὐτόθι 1122.

Middle Liddell

πτώσιμος, ον, πίπτω, πέπτωκα
having fallen, Aesch.