εὔτρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eytritos
|Transliteration C=eytritos
|Beta Code=eu)/trhtos
|Beta Code=eu)/trhtos
|Definition=Ep. [[ἐΰτρητος]], ον, ([[τετραίνω]]) [[well-pierced]], λοβοί Il.14.182; χόανα Hes.''Th.''863; δόνακες ''APl.''1.8 (Alc.); [[with many orifices]], φλέβια [[Theophrastus]] ''Sens.''56; [[porous]], σπόγγος Q.S.9.429; πέδον ''AP''6.21.5.
|Definition=Ep. [[ἐΰτρητος]], ον, ([[τετραίνω]]) [[well-pierced]], λοβοί Il.14.182; χόανα Hes.''Th.''863; δόνακες ''APl.''1.8 (Alc.); [[with many orifices]], φλέβια [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''56; [[porous]], σπόγγος Q.S.9.429; πέδον ''AP''6.21.5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:31, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτρητος Medium diacritics: εὔτρητος Low diacritics: εύτρητος Capitals: ΕΥΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: eútrētos Transliteration B: eutrētos Transliteration C: eytritos Beta Code: eu)/trhtos

English (LSJ)

Ep. ἐΰτρητος, ον, (τετραίνω) well-pierced, λοβοί Il.14.182; χόανα Hes.Th.863; δόνακες APl.1.8 (Alc.); with many orifices, φλέβια Thphr. Sens.56; porous, σπόγγος Q.S.9.429; πέδον AP6.21.5.

German (Pape)

[Seite 1103] ep. ἐΰτρητος, wohl, künstlich durchbohrt λοβοί Il. 14, 182; δόνακες Alcaeus 10 (Plan. S); – mit großer Öffnung, χόανος Hes. Th. 863; Theophr.; – viel durchlöchert, σπόγγος Qu. Sm. 9, 429; κάλαμος, von der Flöte, Iulian. Caes. 2 (IX, 365).

French (Bailly abrégé)

poét. ἐΰτρητος;
ος, ον :
bien percé, percé avec art.
Étymologie: εὖ, τιτράω.

Russian (Dvoretsky)

εὔτρητος: эп. ἐΰτρητος 2
1 искусно проколотый (λοβοί Hom.);
2 с многочисленными отверстиями (κάλαμος Anth.);
3 с большим отверстием (χόανος Hes.);
4 пористый, рыхлый (πέδον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτρητος: Ἐπικ. εΰτρητος, ον, (τιτράω) καλῶς τετρημένος, τετρυπημένος, λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182· δόνακες Ἀνθ. Πλαν. 4. 8· πρβλ. χόανος· ἔχων πολλὰ ἀνοίγματα, φλεβία Θεοφράστ. περὶ Αἰσθ. 56· πορώδης, σπόγγος Κόϊντ. Σμ. 9. 429· πέδον Ἀνθ. Π. 6. 21.

Greek Monolingual

εὔτρητος και επικ. τ. ἐΰτρητος, -ον (Α)
1. καλοτρυπημένος
2. αυτός που έχει πολλά ανοίγματα, πολλές διόδους
3. πορώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρητός (< τετραίνω / τιτράω «τρυπώ»)].

Greek Monotonic

εὔτρητος: Επικ. ἐΰ-τρ-, -ον (τιτράω), καλά τρυπημένος, λέγεται για τρυπημένα αυτιά με σκουλαρίκια, σε Ομήρ. Ιλ.· πορώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

τιτράω
well-pierced, of ears for earrings, Il.: porous, Anth.