κατασκέλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskellomai
|Transliteration C=kataskellomai
|Beta Code=kataske/llomai
|Beta Code=kataske/llomai
|Definition=Pass., [[become a skeleton]], [[wither away]], φαρμάκων Χρείᾳ κατεσκέλλοντο [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''481: mostly in pf. Act. [[κατέσκληκα]], [[Theophrastus]] ''CP''6.14.11, Luc.''Gall.''29, Gal.''UP''8.7, etc.; ὑπὸ τῶν πόνων Alciphr.3.19, cf. Luc.Bis Acc.34: plpf., λιμῶ κατεσκλήκει Babr.46.8; [[to behard]] or [[frozen]], [[Theophrastus]] [[l.c.]]: metaph., -εσκληκώς [[austere]], Philostr.''VS''1.18.1.
|Definition=Pass., [[become a skeleton]], [[wither away]], φαρμάκων Χρείᾳ κατεσκέλλοντο [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''481: mostly in pf. Act. [[κατέσκληκα]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''CP''6.14.11, Luc.''Gall.''29, Gal.''UP''8.7, etc.; ὑπὸ τῶν πόνων Alciphr.3.19, cf. Luc.Bis Acc.34: plpf., λιμῶ κατεσκλήκει Babr.46.8; [[to behard]] or [[frozen]], [[Theophrastus|Thphr.]] [[l.c.]]: metaph., -εσκληκώς [[austere]], Philostr.''VS''1.18.1.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 07:36, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκέλλομαι Medium diacritics: κατασκέλλομαι Low diacritics: κατασκέλλομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: kataskéllomai Transliteration B: kataskellomai Transliteration C: kataskellomai Beta Code: kataske/llomai

English (LSJ)

Pass., become a skeleton, wither away, φαρμάκων Χρείᾳ κατεσκέλλοντο A.Pr.481: mostly in pf. Act. κατέσκληκα, Thphr. CP6.14.11, Luc.Gall.29, Gal.UP8.7, etc.; ὑπὸ τῶν πόνων Alciphr.3.19, cf. Luc.Bis Acc.34: plpf., λιμῶ κατεσκλήκει Babr.46.8; to behard or frozen, Thphr. l.c.: metaph., -εσκληκώς austere, Philostr.VS1.18.1.

Greek Monolingual

κατασκέλλομαι (Α)
1. γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι («φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο», Αισχύλ.)
2. είμαι σκληρός ή παγωμένος
3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κατεσκληκώς, -υῖα, -ός
στρυφνός, αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκέλλομαι «ξεραίνομαι, μαραίνομαι»].

Greek Monotonic

κατασκέλλομαι: Παθ., γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι, φθίνω, σε Αισχύλ.· ομοίως στον Ενεργ. παρακ. κατέσκληκα και υπερσ. κατεσκλήκει, σε Βάβρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σκέλλομαι pass. intrans. met perf. κατέσκληκα uitdrogen, omkomen:; φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο door gebrek aan geneesmiddelen teerden zij weg Aeschl. PV 481; perf. uitgeteerd zijn:. κατέσκληκεν ὅλος... ὐπὸ φροντίδων hij is helemaal op van de zorgen Luc. 22.29.

Middle Liddell

perf. act. κατέσκληκα plup. κατεσκλήκει
Pass. to become a skeleton, wither or pine away, Aesch.:—so in perf. act. κατέσκληκα and plup. κατεσκλήκει, Babr.