μεταρίθμιος: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />[[qui compte parmi]], [[qui est en honneur parmi]], | |btext=ος, ον :<br />[[qui compte parmi]], [[qui est en honneur parmi]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἀριθμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 17:03, 5 November 2024
English (LSJ)
μεταρίθμιον, counted among, ἀθανάτοισιν h.Hom.26.6, cf. A.R. 1.205; in tmesi, v. ἀρίθμιος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 153] unter die Zahl gehörig, dazu gerechnet; ἀθανάτοισιν, H. h. 25, 6; Ap. Rh. 1, 205; Opp. Hal. 2, 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui compte parmi, qui est en honneur parmi, τινι.
Étymologie: μετά, ἀριθμός.
Russian (Dvoretsky)
μετᾰρίθμιος: (со)причисляемый, причисленный (ἀθανάτοισιν HH).
Greek (Liddell-Scott)
μετᾰρίθμιος: -ον, ὁ καταλεγόμενος μεταξύ..., ἀθανάτοισιν Ὁμ. Ὕμν. 25. 6, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 205.
Greek Monolingual
μεταρίθμιος, -ον (Α)
1. αυτός που συγκαταλέγεται ή συναριθμείται μεταξύ άλλων
2. (κατ' επέκτ.) ο ισότιμος
3. αυτός που λαμβάνεται υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀρίθμιος (< ἀριθμός), πρβλ. αναρίθμιος, ισαρίθμιος].
Greek Monotonic
μετᾰρίθμιος: -ον (ἀριθμός), αυτός που προσμετράται μεταξύ άλλων, με δοτ. πληθ., σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
μετ-ᾰρίθμιος, ον ἀριθμός
counted among others, c. dat. pl., Hhymn.