σαρδών: Difference between revisions
From LSJ
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sardon | |Transliteration C=sardon | ||
|Beta Code=sardw/n | |Beta Code=sardw/n | ||
|Definition=-όνος, ἡ, [[ | |Definition=-όνος, ἡ, the [[rope sustaining the upper edge of a hunting-net]], Poll.5.31, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[σαρδόνιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:49, 7 November 2024
English (LSJ)
-όνος, ἡ, the rope sustaining the upper edge of a hunting-net, Poll.5.31, Hsch.; cf. σαρδόνιον.
German (Pape)
[Seite 862] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere σαρδόνιον schreiben.
Russian (Dvoretsky)
σαρδών: όνος ὁ Xen. v.l. = σαρδόνιον.
Greek (Liddell-Scott)
σαρδών: -όνος, ὁ, τὸ σχοινίον τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω χεῖλος (μέρος, οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. σαρδόνιον.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
σχοινί που συγκρατούσε το επάνω τμήμα κυνηγετικού διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].