ὑποκαπνισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 21: Line 21:
{{trml
{{trml
|trtx====[[fumigation]]===
|trtx====[[fumigation]]===
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίημα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίημα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw
}}
}}

Latest revision as of 16:14, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκαπνισμός Medium diacritics: ὑποκαπνισμός Low diacritics: υποκαπνισμός Capitals: ΥΠΟΚΑΠΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypokapnismós Transliteration B: hypokapnismos Transliteration C: ypokapnismos Beta Code: u(pokapnismo/s

English (LSJ)

ὁ, fumigation, Dsc.Eup.1.210, Antyll. ap. Orib.8.12.1, Sor.2.33, Gal.16.147.

German (Pape)

[Seite 1219] ὁ, das Räuchern, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαπνισμός: ὁ, τὸ ὑποκαπνίζειν, Ἀπολλών. παρ’ Ὀρειβασ. 182 Matth., Γαλην. τ. 14, 441, 14.

Greek Monolingual

ο / ὑποκαπνισμός, ΝΑ ὑποκαπνίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκαπνίζω, η παραγωγή καπνού για θεραπευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φαρμ.) η έκθεση ορισμένων τμημάτων του σώματος στην επίδραση του καπνού ή του ατμού καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών
2. ιατρ. παραγωγή καπνών ή ατμών καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών σε κλειστό χώρο για την απολύμανσή του, αλλ. υποθυμίαση.

Translations