ἐπιτιμητής: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitimitis
|Transliteration C=epitimitis
|Beta Code=e)pitimhth/s
|Beta Code=e)pitimhth/s
|Definition=ἐπιτιμητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[estimator]], [[valuer]], Antipho 5.32, ''IG''12.75, 22.1176, 11(2).287''A''87 (iii B.C.), al.; [[ἔργων]] [[appraiser]], [[overseer]] (i.e. Zeus), [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''77.<br><span class="bld">II</span> [[punisher]], [[chastiser]], κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. ''Fr.''533; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν E.''Supp.''255; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''240a.
|Definition=ἐπιτιμητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[estimator]], [[valuer]], Antipho 5.32, ''IG''12.75, 22.1176, 11(2).287''A''87 (iii B.C.), al.; [[ἔργων]] [[appraiser]], [[overseer]] (i.e. Zeus), [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''77.<br><span class="bld">II</span> [[punisher]], [[chastiser]], κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. ''Fr.''533; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''255; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''240a.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:28, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτιμητής Medium diacritics: ἐπιτιμητής Low diacritics: επιτιμητής Capitals: ΕΠΙΤΙΜΗΤΗΣ
Transliteration A: epitimētḗs Transliteration B: epitimētēs Transliteration C: epitimitis Beta Code: e)pitimhth/s

English (LSJ)

ἐπιτιμητοῦ, ὁ,
A estimator, valuer, Antipho 5.32, IG12.75, 22.1176, 11(2).287A87 (iii B.C.), al.; ἔργων appraiser, overseer (i.e. Zeus), A.Pr.77.
II punisher, chastiser, κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. Fr.533; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν E.Supp.255; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας Pl.Phdr.240a.

German (Pape)

[Seite 994] ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ κολαστής Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui blâme, censeur.
Étymologie: ἐπιτιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτῑμητής: οῦ ὁ
1 порицатель (τῆς ὁμιλίας Plat.);
2 каратель (κολαστὴς καὶ ἐ. Soph., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ ὁρίζων τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, τιμωρός, κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε.

Greek Monolingual

ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) επιτιμώ
ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. εκτιμητής («νῦν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)
2. τιμωρός («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, τιμωρός, επικριτής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

ἐπιτῑμητής, οῦ, [from ἐπιτιμάω
a chastiser, censurer, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

chastener, chastiser, one who blames

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)