θερμός: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(13_7_2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1202.png Seite 1202]] ή, όν, ([[θέρω]]), <b class="b2">warm</b>, von der lauen Wärme des Bades an, λοετρά, Il. 14, 6 Od. 8, 249, λουτρά, Pind. Ol. 12, 21 Soph. Tr. 631 u. in Prosa, bis zur Hitze des siedenden Wassers, Od. 19, 388, und zur Gluth allmälig verkohlendes Holzes, 9, 388; Ggstz [[ψυχρός]], oft bei Plat. u. A.; auch von trockener Fitze, ὦ πέτρας [[γύαλον]] θερμὸν καὶ παγετῶδες Soph. Phil. 1071; πυρὶ θερμῷ Ant. 615; θερμὰν ἀελίου ἕδραν Eur. El. 739; πνοὰς θερμὰς [[πνέω]] Herc. Für. 1092; ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσι Plut. Alex. 77. – Von Thränen, Od. 19, 362 Pind. N. 10, 75; δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα, der Thränen heißer Quell, Soph. Tr. 915; Sp. – Vom Blute, θερμῷ κοπείσης φοινίῳ προσφάγματι Aesch. Ag. 1251; θερμὸν [[αἷμα]] Soph. O. C. 628, vgl. Ai. 1390; τὰν θερμοτάταν αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων Phil. 690; θερμὸς κρουνὸς αἵματος νέου Eur. Rhes. 790; πολλῶν ἔτι θερμὸν αὐτοκρατόρων αἵματι Plut. Fab. 26. – Uebertr., <b class="b2">hitzig, leidenschaftlich, verwegen</b>, im tadelnden Sinne, ξυνεισβὰς [[πλοῖον]] εὐσεβὴς ἀνὴρ ναύτῃσι θερμοῖς Aesch. Spt. 585, θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. Ant. 88, ὦ πολλὰ δὴ καὶ θερμὰ καὶ λόγῳ κακὰ μοχθήσας Tr. 1035; θερμὰ ἀτυχήματα Plut. reip. ger. praec. 2; Ar. vrbdt ὦ θερμὸν [[ἔργον]] κἀνόσιον καὶ παράνομον, Plut. 415; δρᾷ τι καὶ νεανικὸν καὶ θερμόν Amphis bei Ath. X, 448 b; ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar. Th. 735, vgl. Vesp. 918. Auch in Prosa, θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antiph. 2 α 7; bes. Sp., θερμόν τι διαπράττεσθαι Sext. Emp. pyrrh. 3, 193; Λυδοὶ θερμότεροι φύσει ὄντες Luc. Nigr., öfter; auch wie recens, <b class="b2">noch frisch</b>, τὸ [[ἔγκλημα]] ἔτι θερμὸν ἦν Luc. Peregr. 15; οὐχ ἕωλα κακά, ἀλλὰ θερμὰ καὶ πρόσφατα Plut. de curios. 6; ἴχνη Ep. ad. 417 (IX, 371). Von der Liebe, [[πόθος]] [[θερμός]] τινος ἔχει με Philodem. 2 (V, 115). – Τὸ θερμόν, die Hitze, Plat. Crat. 413 c; oft sc. [[ὕδωρ]], warmes Wasser, auch warmes Getränk, u. τὰ θερμά, warme Bäder.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1202.png Seite 1202]] ή, όν, ([[θέρω]]), <b class="b2">warm</b>, von der lauen Wärme des Bades an, λοετρά, Il. 14, 6 Od. 8, 249, λουτρά, Pind. Ol. 12, 21 Soph. Tr. 631 u. in Prosa, bis zur Hitze des siedenden Wassers, Od. 19, 388, und zur Gluth allmälig verkohlendes Holzes, 9, 388; Ggstz [[ψυχρός]], oft bei Plat. u. A.; auch von trockener Fitze, ὦ πέτρας [[γύαλον]] θερμὸν καὶ παγετῶδες Soph. Phil. 1071; πυρὶ θερμῷ Ant. 615; θερμὰν ἀελίου ἕδραν Eur. El. 739; πνοὰς θερμὰς [[πνέω]] Herc. Für. 1092; ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσι Plut. Alex. 77. – Von Thränen, Od. 19, 362 Pind. N. 10, 75; δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα, der Thränen heißer Quell, Soph. Tr. 915; Sp. – Vom Blute, θερμῷ κοπείσης φοινίῳ προσφάγματι Aesch. Ag. 1251; θερμὸν [[αἷμα]] Soph. O. C. 628, vgl. Ai. 1390; τὰν θερμοτάταν αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων Phil. 690; θερμὸς κρουνὸς αἵματος νέου Eur. Rhes. 790; πολλῶν ἔτι θερμὸν αὐτοκρατόρων αἵματι Plut. Fab. 26. – Uebertr., <b class="b2">hitzig, leidenschaftlich, verwegen</b>, im tadelnden Sinne, ξυνεισβὰς [[πλοῖον]] εὐσεβὴς ἀνὴρ ναύτῃσι θερμοῖς Aesch. Spt. 585, θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. Ant. 88, ὦ πολλὰ δὴ καὶ θερμὰ καὶ λόγῳ κακὰ μοχθήσας Tr. 1035; θερμὰ ἀτυχήματα Plut. reip. ger. praec. 2; Ar. vrbdt ὦ θερμὸν [[ἔργον]] κἀνόσιον καὶ παράνομον, Plut. 415; δρᾷ τι καὶ νεανικὸν καὶ θερμόν Amphis bei Ath. X, 448 b; ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar. Th. 735, vgl. Vesp. 918. Auch in Prosa, θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antiph. 2 α 7; bes. Sp., θερμόν τι διαπράττεσθαι Sext. Emp. pyrrh. 3, 193; Λυδοὶ θερμότεροι φύσει ὄντες Luc. Nigr., öfter; auch wie recens, <b class="b2">noch frisch</b>, τὸ [[ἔγκλημα]] ἔτι θερμὸν ἦν Luc. Peregr. 15; οὐχ ἕωλα κακά, ἀλλὰ θερμὰ καὶ πρόσφατα Plut. de curios. 6; ἴχνη Ep. ad. 417 (IX, 371). Von der Liebe, [[πόθος]] [[θερμός]] τινος ἔχει με Philodem. 2 (V, 115). – Τὸ θερμόν, die Hitze, Plat. Crat. 413 c; oft sc. [[ὕδωρ]], warmes Wasser, auch warmes Getränk, u. τὰ θερμά, warme Bäder.
}}
{{ls
|lstext='''θερμός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν,.Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 110. Ἡσ. Θ. 696· ([[θέρω]]): ― [[θερμός]], ἐπὶ τῆς ἠπίας θερμοκρασίας τοῦ ὕδατος τῶν λουτρῶν, θερμὰ λοετρὰ (βραδύτερον καλούμενα Ἡράκλεια λ.) Ἰλ. Ξ. 6, Ὀδ. Θ. 249· λουτρὰ Πίνδ., κλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 3· ἢ ἐπὶ δακρύων, Τ. 362· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς ὑψηλῆς θερμοκρασίας βράζοντος τοῦ ὕδατος, [[αὐτόθι]] 388· τοῦ καίοντος ξύλου, Ι. 388· θ. καύματα, ἐπὶ [[μεγάλης]] θερμότητος, Ἡρόδ. 3. 104 · [[καθόλου]] ἀντίθετον τῷ [[ψυχρός]], [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ θερμῶν μετάλλων ἢ ποτῶν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀμφ. 1. 8, Στερρ. 2, Φερεκρ. ἐν Περσ. 1. 8, κτλ.· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Σοφ. Ο. Κ. 622, Αἴ. 1412 κτλ.· ἐπὶ πυρετικῶν νόσων, Πίνδ. Π. 3. 117, Θουκ. 2. 48· πρβλ. [[θερμαίνω]], [[θέρμη]]. ΙΙ. μεταφ., [[θερμός]], [[ζωηρός]], [[ὁρμητικός]], ὡς τὸ Λατ. calidus, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Εὐμ. 560, Ἀριστοφ. ἐν Σφηξ. 918, κτλ.· θερμὸς καὶ [[ἀνδρεῖος]] Ἀντιφῶν 119. 38· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πράξεων, πολλὰ καὶ θερμὰ μοχθήσας Σοφ. Τρ. 1046· θ. [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Πλ. 415· δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θερμὸν Ἄμφις ἐν Φιλαδέλφ. 10· θ. [[πόθος]] Ἀνθ. Π. 5. 115· [[φάρμακον]] Ἀλκιφρων 1. 37· μετ’ ἀπαρ., θερμότερος ἐπιχειρεῖν Ἀντιφῶν 115. 30· ὑπερθ., θερμόταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735. 2) ἔτι [[θερμός]], [[πρόσφατος]], ἴχνη Ἀνθ. Π. 9. 371· ἀτυχήματα Πλούτ. 2. 798Ε· γάμοι Φιλόστρ. 165, ΙΙΙ. τὸ θερμὸν, = [[θερμότης]], ζέστη, Λατ. calor, Ἡρόδ. 1. 142, Πλάτ. Κρατ. 413C, κτλ.˙ - «θερμόν˙ τὸ [[θέρος]] Βυζάντιοι» Ἡσύχ. 2) θερμὸν (ἐξυπ. [[ὕδωρ]]), τό, «ζεστὸ νερό», θερμῷ λοῦσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1044, Ἐκκλ. 216, πρβλ. Meineke Φιλήμ. σ. 375 μεγάλ. ἔκδ.˙ - [[ὡσαύτως]], θερμὸν ποτόν, Λατ. calda, Γαλην. 3) τὰ θερμὰ (ἐξυπ. χωρία) Ἡρόδ. 4. 29˙ ἀλλὰ (ἐξυπ. λουτρά), θερμὰ λουτρά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 3, κτλ. IV. Ἐπίρρ. -μῶς, Πλάτ. ἐν Εὐθυδ. 284E συγκρ., θερμότερον ἔχειν Εὔβουλ. ἐν Ἀμαλθ. 1˙ φθέγγεσθαι Πλάτ. Φιλήβ. 25C.
}}
}}

Revision as of 09:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμός Medium diacritics: θερμός Low diacritics: θερμός Capitals: ΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: thermós Transliteration B: thermos Transliteration C: thermos Beta Code: qermo/s

English (LSJ)

ή, όν (but

   A θερμὸς ἀϋτμή h.Merc.110, Hes.Th.696): (θέρω):— hot, θ. λοετρά Il.14.6, cf. Od.8.249; θ. λουτρά Pi.O.12.19, S.Tr.634 (lyr.), Pl.Lg.761c, etc.; δάκρυα Od.19.362; of water, ib.388; of glowing wood, 9.388; θ. καύματα Hdt.3.104 (Sup.); ἦν ἄρα πυρὸς ἕτερα -ότερα Ar.Eq.382: freq. in Att., of hot meals or drinks, TeleclId.1.8,32, Pherecr.130.8, etc.; of blood, S.OC622,Aj.1411 (anap.); -οτάταν αἱμάδα Id.Ph.696; of fever, θ. νόσοι Pi.P.3.66; θ. σῶμα feverish, Th.2.49.    II metaph., hot-headed, hasty, freq. of persons, A.Th.603, Eu.560 (lyr.), Ar.V.918, etc.; θ. καὶ ἀνδρεῖος Antipho 2.4.5; of actions, πολλὰ καὶ θ. μοχθήσας S.Tr.1046; θ. ἔργον Ar.Pl. 415; δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θ. Amphis 33.10; θ. ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις S.Ant.88; θ. πόθος AP5.114 (Phld.); φάρμακον Alciphr.1.37 (Comp.): c. inf., θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antipho 2.1.7: Sup., ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar.Th.735.    2 still warm, fresh, ἴχνη AP9.371; ἀτυχήματα Plu.2.798f; θ. κακά, opp. ἕωλα, ib.517f; γάμοι θ. καὶ ἴσως αὔριον Philostr. VA4.25.    III τὸ θ.,= θερμότης, heat, Hdt.1.142, Pl.Cra. 413c, etc.    2 θ. (sc. ὕδωρ), τό, hot water, θερμῷ λοῦσθαι, βάπτειν, Ar.Nu.1044, Ec.216; θερμῷ κεκραμένος οἶνος Gal.11.56; also, hot drink, Arr.Epict.1.13.2.    3 θερμόν, τό, grace, favour, θ. εὑρεῖν ἐν ἐρήμῳ LXXJe.38(31).2.    4 τὰ θ. (sc. χωρία) Hdt.4.29; but (sc. λουτρά), hot springs, X.HG4.5.3; τὰ θ. τοῦ Ἡρακλέους Str.9.4.2.    IV Adv. -μῶς Pl.Euthd.284e: Comp. -ότερον, ἔχειν Eub.7.1: neut. pl. as Adv., θερμὰ θερμὰ πηδῶσαι Herod.4.61.
θέρμος, ὁ,

   A lupine, Lupinus albus, Alex.162.11, 266.2 (pl.), Timocl. 18.4 (pl.), Thphr.HP8.11.2, Dsc.2.109, PFlor.379.47 (ii A.D.), AP 11.413 (Ammian.); εἰς τοὺς θ. to the lupine-market, Telesp.13 H.

German (Pape)

[Seite 1202] ή, όν, (θέρω), warm, von der lauen Wärme des Bades an, λοετρά, Il. 14, 6 Od. 8, 249, λουτρά, Pind. Ol. 12, 21 Soph. Tr. 631 u. in Prosa, bis zur Hitze des siedenden Wassers, Od. 19, 388, und zur Gluth allmälig verkohlendes Holzes, 9, 388; Ggstz ψυχρός, oft bei Plat. u. A.; auch von trockener Fitze, ὦ πέτρας γύαλον θερμὸν καὶ παγετῶδες Soph. Phil. 1071; πυρὶ θερμῷ Ant. 615; θερμὰν ἀελίου ἕδραν Eur. El. 739; πνοὰς θερμὰς πνέω Herc. Für. 1092; ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσι Plut. Alex. 77. – Von Thränen, Od. 19, 362 Pind. N. 10, 75; δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα, der Thränen heißer Quell, Soph. Tr. 915; Sp. – Vom Blute, θερμῷ κοπείσης φοινίῳ προσφάγματι Aesch. Ag. 1251; θερμὸν αἷμα Soph. O. C. 628, vgl. Ai. 1390; τὰν θερμοτάταν αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων Phil. 690; θερμὸς κρουνὸς αἵματος νέου Eur. Rhes. 790; πολλῶν ἔτι θερμὸν αὐτοκρατόρων αἵματι Plut. Fab. 26. – Uebertr., hitzig, leidenschaftlich, verwegen, im tadelnden Sinne, ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρ ναύτῃσι θερμοῖς Aesch. Spt. 585, θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. Ant. 88, ὦ πολλὰ δὴ καὶ θερμὰ καὶ λόγῳ κακὰ μοχθήσας Tr. 1035; θερμὰ ἀτυχήματα Plut. reip. ger. praec. 2; Ar. vrbdt ὦ θερμὸν ἔργον κἀνόσιον καὶ παράνομον, Plut. 415; δρᾷ τι καὶ νεανικὸν καὶ θερμόν Amphis bei Ath. X, 448 b; ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar. Th. 735, vgl. Vesp. 918. Auch in Prosa, θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antiph. 2 α 7; bes. Sp., θερμόν τι διαπράττεσθαι Sext. Emp. pyrrh. 3, 193; Λυδοὶ θερμότεροι φύσει ὄντες Luc. Nigr., öfter; auch wie recens, noch frisch, τὸ ἔγκλημα ἔτι θερμὸν ἦν Luc. Peregr. 15; οὐχ ἕωλα κακά, ἀλλὰ θερμὰ καὶ πρόσφατα Plut. de curios. 6; ἴχνη Ep. ad. 417 (IX, 371). Von der Liebe, πόθος θερμός τινος ἔχει με Philodem. 2 (V, 115). – Τὸ θερμόν, die Hitze, Plat. Crat. 413 c; oft sc. ὕδωρ, warmes Wasser, auch warmes Getränk, u. τὰ θερμά, warme Bäder.

Greek (Liddell-Scott)

θερμός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν,.Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 110. Ἡσ. Θ. 696· (θέρω): ― θερμός, ἐπὶ τῆς ἠπίας θερμοκρασίας τοῦ ὕδατος τῶν λουτρῶν, θερμὰ λοετρὰ (βραδύτερον καλούμενα Ἡράκλεια λ.) Ἰλ. Ξ. 6, Ὀδ. Θ. 249· λουτρὰ Πίνδ., κλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 3· ἢ ἐπὶ δακρύων, Τ. 362· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὑψηλῆς θερμοκρασίας βράζοντος τοῦ ὕδατος, αὐτόθι 388· τοῦ καίοντος ξύλου, Ι. 388· θ. καύματα, ἐπὶ μεγάλης θερμότητος, Ἡρόδ. 3. 104 · καθόλου ἀντίθετον τῷ ψυχρός, συχν. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ θερμῶν μετάλλων ἢ ποτῶν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀμφ. 1. 8, Στερρ. 2, Φερεκρ. ἐν Περσ. 1. 8, κτλ.· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Σοφ. Ο. Κ. 622, Αἴ. 1412 κτλ.· ἐπὶ πυρετικῶν νόσων, Πίνδ. Π. 3. 117, Θουκ. 2. 48· πρβλ. θερμαίνω, θέρμη. ΙΙ. μεταφ., θερμός, ζωηρός, ὁρμητικός, ὡς τὸ Λατ. calidus, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Εὐμ. 560, Ἀριστοφ. ἐν Σφηξ. 918, κτλ.· θερμὸς καὶ ἀνδρεῖος Ἀντιφῶν 119. 38· ὡσαύτως ἐπὶ πράξεων, πολλὰ καὶ θερμὰ μοχθήσας Σοφ. Τρ. 1046· θ. ἔργον Ἀριστοφ. Πλ. 415· δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θερμὸν Ἄμφις ἐν Φιλαδέλφ. 10· θ. πόθος Ἀνθ. Π. 5. 115· φάρμακον Ἀλκιφρων 1. 37· μετ’ ἀπαρ., θερμότερος ἐπιχειρεῖν Ἀντιφῶν 115. 30· ὑπερθ., θερμόταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735. 2) ἔτι θερμός, πρόσφατος, ἴχνη Ἀνθ. Π. 9. 371· ἀτυχήματα Πλούτ. 2. 798Ε· γάμοι Φιλόστρ. 165, ΙΙΙ. τὸ θερμὸν, = θερμότης, ζέστη, Λατ. calor, Ἡρόδ. 1. 142, Πλάτ. Κρατ. 413C, κτλ.˙ - «θερμόν˙ τὸ θέρος Βυζάντιοι» Ἡσύχ. 2) θερμὸν (ἐξυπ. ὕδωρ), τό, «ζεστὸ νερό», θερμῷ λοῦσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1044, Ἐκκλ. 216, πρβλ. Meineke Φιλήμ. σ. 375 μεγάλ. ἔκδ.˙ - ὡσαύτως, θερμὸν ποτόν, Λατ. calda, Γαλην. 3) τὰ θερμὰ (ἐξυπ. χωρία) Ἡρόδ. 4. 29˙ ἀλλὰ (ἐξυπ. λουτρά), θερμὰ λουτρά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 3, κτλ. IV. Ἐπίρρ. -μῶς, Πλάτ. ἐν Εὐθυδ. 284E συγκρ., θερμότερον ἔχειν Εὔβουλ. ἐν Ἀμαλθ. 1˙ φθέγγεσθαι Πλάτ. Φιλήβ. 25C.