κάθισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(b)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] τό, das Sitzen, die Sitzung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] τό, das Sitzen, die Sitzung, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κάθισμα''': τό, τὸ [[μέρος]] ἐφ’ οὗ τις κάθηται, ἐν τῷ πληθ. τὰ ὀπίσθια, οἱ γλουτοί, τὰ «κωλομέρια», Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 17. 43: = [[πυγή]], [[πρωκτός]], Λεοντ. Κύπρ. 1725Β.<br />2) [[κάθισμα]], [[ἕδρα]], Εὐσέβ. II. 1065Β, Καισάρ. 856, κλ.· - ἰδίως τὸ [[κάθισμα]] τοῦ αὐτοκράτορος ἐν τῷ ἱπποδρομίῳ, Χρον. Πασχ. 528, 5., 588, 19, κτλ.· - τὸ [[μέρος]] τοῦ θρόνου ἐφ’ οὗ κάθηταί τις, Κοσμ. Ἰνδ. 101Β, Βυζ. II. [[σμῆνος]], μελισσῶν Εὐστ. Πονημάτ. 58. 70. III. καθίζημα, καταπάτι, κατακάθισμα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 95. VI. παρ’ Ἐκκλ., 1) τὸ κελλίον [[μοναχοῦ]], [[ὡσαύτως]] καθισμάτιον, τό, Παχώμ. 952Α. 2) ἓν ἐκ τῶν [[εἴκοσι]] μερῶν εἱς ἃ οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαυῒδ διαιροῦνται, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ὁποίου ἐν ταῖς μοναῖς οἱ μοναχοὶ ἐκάθηντο, Στουδ. 1705C, 1708B, C, Βαλσαμ. Λαοδ. 17 (Κασσιαν. I, 100A, 102A). 3) καθίσματα, τροπάρια, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν ἢ ᾆσιν τῶν ὁποίων δύνανται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νὰ κάθωνται, Λειτουργική.
}}
}}

Revision as of 09:48, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθισμα Medium diacritics: κάθισμα Low diacritics: κάθισμα Capitals: ΚΑΘΙΣΜΑ
Transliteration A: káthisma Transliteration B: kathisma Transliteration C: kathisma Beta Code: ka/qisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A part on which one sits: in pl., buttocks, Sch. Aeschin.1.126.    2 seat, Simp.in Ph.347.9, Pall. in Hp.Fract.12.278C.    3 base of a still, Zos.Alch.p.224B.    II sinking, settling down, of a wall, Apollod.Poliorc.150.1.    2 sediment, Sch.Nic.Al. 95.

German (Pape)

[Seite 1286] τό, das Sitzen, die Sitzung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάθισμα: τό, τὸ μέρος ἐφ’ οὗ τις κάθηται, ἐν τῷ πληθ. τὰ ὀπίσθια, οἱ γλουτοί, τὰ «κωλομέρια», Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 17. 43: = πυγή, πρωκτός, Λεοντ. Κύπρ. 1725Β.
2) κάθισμα, ἕδρα, Εὐσέβ. II. 1065Β, Καισάρ. 856, κλ.· - ἰδίως τὸ κάθισμα τοῦ αὐτοκράτορος ἐν τῷ ἱπποδρομίῳ, Χρον. Πασχ. 528, 5., 588, 19, κτλ.· - τὸ μέρος τοῦ θρόνου ἐφ’ οὗ κάθηταί τις, Κοσμ. Ἰνδ. 101Β, Βυζ. II. σμῆνος, μελισσῶν Εὐστ. Πονημάτ. 58. 70. III. καθίζημα, καταπάτι, κατακάθισμα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 95. VI. παρ’ Ἐκκλ., 1) τὸ κελλίον μοναχοῦ, ὡσαύτως καθισμάτιον, τό, Παχώμ. 952Α. 2) ἓν ἐκ τῶν εἴκοσι μερῶν εἱς ἃ οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαυῒδ διαιροῦνται, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ὁποίου ἐν ταῖς μοναῖς οἱ μοναχοὶ ἐκάθηντο, Στουδ. 1705C, 1708B, C, Βαλσαμ. Λαοδ. 17 (Κασσιαν. I, 100A, 102A). 3) καθίσματα, τροπάρια, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν ἢ ᾆσιν τῶν ὁποίων δύνανται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νὰ κάθωνται, Λειτουργική.