ἐκγράφω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] 1) aus-, abschreiben, Inscr. 1842. Im med., für sich abschreiben, Ar. Ran. 151; τὰς συνθήκας, abschreiben lassen, Dem. 48, 48. 49, 43; Sp., wie Ath. I, 4 c. – 2) ausstreichen, aus einer Liste, εἴ τις μὴ ἐξεγράφη Andoc. 1, 77; vgl. D. Hal. 18, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] 1) aus-, abschreiben, Inscr. 1842. Im med., für sich abschreiben, Ar. Ran. 151; τὰς συνθήκας, abschreiben lassen, Dem. 48, 48. 49, 43; Sp., wie Ath. I, 4 c. – 2) ausstreichen, aus einer Liste, εἴ τις μὴ ἐξεγράφη Andoc. 1, 77; vgl. D. Hal. 18, 22.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκγράφω''': ᾰ, [[γράφω]] ἔκ τινος, [[ἀντιγράφω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., [[γράφω]] ἔκ τινος, ἢ [[ἀντιγράφω]] δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. [[ἀπαλείφω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]] ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22.
}}
}}

Revision as of 09:57, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκγράφω Medium diacritics: ἐκγράφω Low diacritics: εκγράφω Capitals: ΕΚΓΡΑΦΩ
Transliteration A: ekgráphō Transliteration B: ekgraphō Transliteration C: ekgrafo Beta Code: e)kgra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A write out, copy, IG9(1).687.12 (Corc.), cf. CIG2266 (Delos) :—Med., copy for oneself, [χρησμὸν] παρὰ τἀπόλλωνος ἐξεγραψάμην Ar.Av.982 ; Μορσίμου ῥῆσιν ἐξεγράψατο Id.Ra.151, cf.D.48.48, etc.    II strike out, expunge from a list, IG12.84.28, Decr. ap. And.1.77 (Pass.) ; τινὰ τῆς βουλῆς D.H.19.18. (Written ἐγγρ- IG 5(2).357.14 (Stymphalus, iii B.C.).)

German (Pape)

[Seite 756] 1) aus-, abschreiben, Inscr. 1842. Im med., für sich abschreiben, Ar. Ran. 151; τὰς συνθήκας, abschreiben lassen, Dem. 48, 48. 49, 43; Sp., wie Ath. I, 4 c. – 2) ausstreichen, aus einer Liste, εἴ τις μὴ ἐξεγράφη Andoc. 1, 77; vgl. D. Hal. 18, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγράφω: ᾰ, γράφω ἔκ τινος, ἀντιγράφω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., γράφω ἔκ τινος, ἢ ἀντιγράφω δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. ἀπαλείφω, ἐξαλείφω, διαγράφω ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22.