ἀνάθεμα: Difference between revisions

From LSJ
(13_2)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0188.png Seite 188]] τό, p. = [[ἀνάθημα]], bes. bei K. S., ein mit dem Fluch (Kirchenbann) beladener und zur Schande öffentlich ausgestellter Mensch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0188.png Seite 188]] τό, p. = [[ἀνάθημα]], bes. bei K. S., ein mit dem Fluch (Kirchenbann) beladener und zur Schande öffentlich ausgestellter Mensch.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάθεμα''': ποιητ. [[ἄνθεμα]], ατος, τό, ([[ἀνατίθημι]]) [[κυρίως]], ὡς τὸ [[ἀνάθημα]], πᾶν ὅ,τι προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦται, [[ἄνθεμα]] Χρυσογόνας Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13. 2, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 162, Συλλ. Ἐπιγρ. 2693d, 3971v, καὶ ἀλλ. Ἑβδ. (Λευϊτ. κζ΄, 28 Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 18), Πλουτ. Ι. 291Β. 2) ἐν χρήσει, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῇ σημασίᾳ πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὸ κακόν, ἐπάρατον, κατηραμένον, ἀφωρισμένον, «καὶ οὐκ εἰσοίσεις [[βδέλυγμα]] εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ [[ἀνάθεμα]] ἔσῃ [[ὥσπερ]] τοῦτο», Ἑβδ. (Δευτ. ζ΄, 26., ιγ΄, 17, καὶ ἀλλ.)· ἐπὶ προσώπων, πρὸς Ῥωμ. θ΄, 3, Κορ. Α΄, ιβ΄, 3, «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω [[ἀνάθεμα]]» = κεχωρίσθω πάντων, [[ἀλλότριος]] ἔστω πάντων, Κορ. Α΄, ιϛ΄, 22, - «εἴ τις τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν δύο λέγει [[εἶναι]] θεούς, [[ἀνάθεμα]] ἔστω» Ἀθαν. Ι, 736C. II. [[κατάρα]], εἴδε [[ἀναθεματίζω]] Ι. 2.
}}
}}

Revision as of 10:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάθεμα Medium diacritics: ἀνάθεμα Low diacritics: ανάθεμα Capitals: ΑΝΑΘΕΜΑ
Transliteration A: anáthema Transliteration B: anathema Transliteration C: anathema Beta Code: a)na/qema

English (LSJ)

poet. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) properly,

   A like ἀνάθημα, anything dedicated, Theoc.Ep.13.2, AP6.162 (Mel.), CIG2693d (Mylasa), al., Phld.Mus.p.85 K.    2 anything devoted to evil, an accursed thing, LXX Le.27.28, De.7.26, 13.17, al.; of persons. Ep.Rom.9.3, 1 Ep.Cor.12.3, etc.    II curse, Tab.Defix.Aud.41 B (Megara, i/ii A. D.), cf. sq.

German (Pape)

[Seite 188] τό, p. = ἀνάθημα, bes. bei K. S., ein mit dem Fluch (Kirchenbann) beladener und zur Schande öffentlich ausgestellter Mensch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάθεμα: ποιητ. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) κυρίως, ὡς τὸ ἀνάθημα, πᾶν ὅ,τι προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦται, ἄνθεμα Χρυσογόνας Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13. 2, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 162, Συλλ. Ἐπιγρ. 2693d, 3971v, καὶ ἀλλ. Ἑβδ. (Λευϊτ. κζ΄, 28 Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 18), Πλουτ. Ι. 291Β. 2) ἐν χρήσει, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῇ σημασίᾳ πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὸ κακόν, ἐπάρατον, κατηραμένον, ἀφωρισμένον, «καὶ οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο», Ἑβδ. (Δευτ. ζ΄, 26., ιγ΄, 17, καὶ ἀλλ.)· ἐπὶ προσώπων, πρὸς Ῥωμ. θ΄, 3, Κορ. Α΄, ιβ΄, 3, «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» = κεχωρίσθω πάντων, ἀλλότριος ἔστω πάντων, Κορ. Α΄, ιϛ΄, 22, - «εἴ τις τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν δύο λέγει εἶναι θεούς, ἀνάθεμα ἔστω» Ἀθαν. Ι, 736C. II. κατάρα, εἴδε ἀναθεματίζω Ι. 2.