προτέρω: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(13_6a)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0792.png Seite 792]] adv. von [[πρότερος]], od. unmittelbar von πρό, wie [[ἀπωτέρω]] von ἀπό gebildet, weiter vor, vorwärts, weiterhin; ἴθυσαν δὲ πολὺ [[προτέρω]], Il. 4, 507; διώκειν, 5, 672; ἄγειν, u. sonst bei Ver- bis der Bewegung; auch πῆ με [[προτέρω]] πολίων ἄξεις, 3, 400; [[ἔρις]] [[προτέρω]] γένετο, der Streit ging weiter, wurde heftiger, 23, 490; u. sp. D., ἔτι [[προτέρω]] τετιημένοι ἰσχανόωντο Ap. Rh. 2, 864, τῶν μὲν ἔτ' οὐ [[προτέρω]] μυθήσομαι 1, 919. – Auch von der Zeit, früher, vormals, Callim. Dian. 72.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0792.png Seite 792]] adv. von [[πρότερος]], od. unmittelbar von πρό, wie [[ἀπωτέρω]] von ἀπό gebildet, weiter vor, vorwärts, weiterhin; ἴθυσαν δὲ πολὺ [[προτέρω]], Il. 4, 507; διώκειν, 5, 672; ἄγειν, u. sonst bei Ver- bis der Bewegung; auch πῆ με [[προτέρω]] πολίων ἄξεις, 3, 400; [[ἔρις]] [[προτέρω]] γένετο, der Streit ging weiter, wurde heftiger, 23, 490; u. sp. D., ἔτι [[προτέρω]] τετιημένοι ἰσχανόωντο Ap. Rh. 2, 864, τῶν μὲν ἔτ' οὐ [[προτέρω]] μυθήσομαι 1, 919. – Auch von der Zeit, früher, vormals, Callim. Dian. 72.
}}
{{ls
|lstext='''προτέρω''': Ἐπίρρ. (ἐκ τῆς προθ. πρό, ὡς τὸ [[ἀπωτέρω]] ἐκ τῆς ἀπό), [[προσωτέρω]], παραπέρα, παρεμπρός, περαιτέρω, ἴθυσαν δὲ πολὺ [[προτέρω]] Ἰλ. Δ. 507· τὼ δὲ βάτην πρ. Ι. 192· ἀλλ’ ἕπεο πρ. Σ. 387· μερμήριξε δ’... ἢ [[προτέρω]] διώκοι Ε. 672· μαίεσθαι πρ. Ὀδ. Ξ. 356· ἔτι πρ. Ἰλ. Ψ. 528, Ὀδ. Ε. 417· καὶ νύ κε δὴ [[προτέρω]] ἔτ’ [[ἔρις]] γένετ’, ἡ [[ἔρις]] θὰ ἔβαινε περαιτέρω, Ἰλ. Ψ. 490· ἦ με [[προτέρω]] ἄξεις; Γ.400· οὐ πρ., οὐχὶ περαιτέρω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 919· - [[μετὰ]] γεν. τόπου, Διον. Π. 923. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προτέρω]]· εἰς τοὔμπροσθεν», (πρβλ. Ὀδ. Ι. 64). ΙΙ ἐπὶ χρόνου, σὺ δὲ [[προτέρω]] περ, ἔτι [[τριέτηρος]] [[ἐοῦσα]] Καλλ. εἰς Ἄρτ. 72. 2) = πρότερον, Ἐκκλ.
}}
}}

Revision as of 10:14, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέρω Medium diacritics: προτέρω Low diacritics: προτέρω Capitals: ΠΡΟΤΕΡΩ
Transliteration A: protérō Transliteration B: proterō Transliteration C: protero Beta Code: prote/rw

English (LSJ)

Adv.

   A further, forwards, ἴθυσαν δὲ πολὺ π. Il.4.507; τὼ δὲ βάτην π. 9.192; ἀλλ' ἕπεο π. 18.387; μερμήριξε δ' . . ἢ π . . . διώκοι 5.672; μαίεσθαι π. Od.14.356; ἔτι π. Il.23.526, Od.5.417; καί νύ κε δὴ π. ἔτ' ἔρις γένετ' the quarrel would have gone further, Il.23.490; ἦ πῄ με π. ἄξεις; wilt thou carry me further away? 3.400; ἔτ' οὐ π. no further, no more, A.R.1.919: c. gen. loci, D.P.923.    II of Time, sooner, Call.Dian.72.

German (Pape)

[Seite 792] adv. von πρότερος, od. unmittelbar von πρό, wie ἀπωτέρω von ἀπό gebildet, weiter vor, vorwärts, weiterhin; ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω, Il. 4, 507; διώκειν, 5, 672; ἄγειν, u. sonst bei Ver- bis der Bewegung; auch πῆ με προτέρω πολίων ἄξεις, 3, 400; ἔρις προτέρω γένετο, der Streit ging weiter, wurde heftiger, 23, 490; u. sp. D., ἔτι προτέρω τετιημένοι ἰσχανόωντο Ap. Rh. 2, 864, τῶν μὲν ἔτ' οὐ προτέρω μυθήσομαι 1, 919. – Auch von der Zeit, früher, vormals, Callim. Dian. 72.

Greek (Liddell-Scott)

προτέρω: Ἐπίρρ. (ἐκ τῆς προθ. πρό, ὡς τὸ ἀπωτέρω ἐκ τῆς ἀπό), προσωτέρω, παραπέρα, παρεμπρός, περαιτέρω, ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω Ἰλ. Δ. 507· τὼ δὲ βάτην πρ. Ι. 192· ἀλλ’ ἕπεο πρ. Σ. 387· μερμήριξε δ’... ἢ προτέρω διώκοι Ε. 672· μαίεσθαι πρ. Ὀδ. Ξ. 356· ἔτι πρ. Ἰλ. Ψ. 528, Ὀδ. Ε. 417· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ’ ἔρις γένετ’, ἡ ἔρις θὰ ἔβαινε περαιτέρω, Ἰλ. Ψ. 490· ἦ με προτέρω ἄξεις; Γ.400· οὐ πρ., οὐχὶ περαιτέρω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 919· - μετὰ γεν. τόπου, Διον. Π. 923. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτέρω· εἰς τοὔμπροσθεν», (πρβλ. Ὀδ. Ι. 64). ΙΙ ἐπὶ χρόνου, σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἐοῦσα Καλλ. εἰς Ἄρτ. 72. 2) = πρότερον, Ἐκκλ.