Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολεμέω: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
(13_7_1)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] <b class="b2">Krieg führen, kriegen</b>; absolut, im Ggstz von εἰρήνην ἄγειν, Thuc. 5, 76 u. Folgde; ἀπὸ τῶν ἵππων, Plat. Prot. 350 a; auch πόλεμόν τινα πολεμεῖν, Rep. VIII, 551 d; pass., [[οὗτος]] ὁ [[πόλεμος]] [[οὕτως]] ἐπολεμήθη, Menex. 243 e; τὰ περὶ Πύλον ἐπ ολεμεῖτο, Thuc. 4, 23; τοὺς πλείστους πολέμους πεπολεμηκυῖα, Plut. Timol. 2; – mit Einem, τινί, die gewöhnl. Vrbdg bei Her., Thuc. u. Folgdn; auch zuweilen ἐπί τινα, Xen. Anab. 3, 1, 5 u. auch 1, 3, 4 die richtige Lesart; [[πρός]] τινα, Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 69; vgl. Thuc. 1, 141. – Mit einem accus., τινά, bekriegen, feindselig behandeln, Sp., wie Pol. 1, 15, 10 Plut. Sull. 3 u. sonst; pass., ἦγον τὴν εἰρήνην ἄσμενοι, ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι, Dem. 18, 43, der vrbdt αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι, 9, 9; εἰ [[ἀμφοτέρωθεν]] πολεμοῖντο, Xen, Hell. 7, 4, 20; das fut. πολεμήσομαι in pass. Sinne steht Thuc. 1, 68. 3, 43. – Häufig wird es auch von Wortstreitigkeiten, selbst über einen wissenschaftlichen Gegenstand gebraucht, wie Xen. Cyr. 1, 3, 12; vgl. Plut. Thes. 10; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] <b class="b2">Krieg führen, kriegen</b>; absolut, im Ggstz von εἰρήνην ἄγειν, Thuc. 5, 76 u. Folgde; ἀπὸ τῶν ἵππων, Plat. Prot. 350 a; auch πόλεμόν τινα πολεμεῖν, Rep. VIII, 551 d; pass., [[οὗτος]] ὁ [[πόλεμος]] [[οὕτως]] ἐπολεμήθη, Menex. 243 e; τὰ περὶ Πύλον ἐπ ολεμεῖτο, Thuc. 4, 23; τοὺς πλείστους πολέμους πεπολεμηκυῖα, Plut. Timol. 2; – mit Einem, τινί, die gewöhnl. Vrbdg bei Her., Thuc. u. Folgdn; auch zuweilen ἐπί τινα, Xen. Anab. 3, 1, 5 u. auch 1, 3, 4 die richtige Lesart; [[πρός]] τινα, Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 69; vgl. Thuc. 1, 141. – Mit einem accus., τινά, bekriegen, feindselig behandeln, Sp., wie Pol. 1, 15, 10 Plut. Sull. 3 u. sonst; pass., ἦγον τὴν εἰρήνην ἄσμενοι, ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι, Dem. 18, 43, der vrbdt αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι, 9, 9; εἰ [[ἀμφοτέρωθεν]] πολεμοῖντο, Xen, Hell. 7, 4, 20; das fut. πολεμήσομαι in pass. Sinne steht Thuc. 1, 68. 3, 43. – Häufig wird es auch von Wortstreitigkeiten, selbst über einen wissenschaftlichen Gegenstand gebraucht, wie Xen. Cyr. 1, 3, 12; vgl. Plut. Thes. 10; a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''πολεμέω''': μέλλ. -ήσω· πρκμ. πεπολέμηκα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4. 9. ― Μέσ., μέλλ. -ήσομαι, Ἑβδ. (Β΄ Παραρ. ΙΑ΄, 4), ἀλλ’ ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ἐπολεμησάμην (κατ-) Πολύβ. 11. 31, 6: ― Παθ., πολεμηθήσομαι Πολύβ. 2. 41, 14, κτλ.· ― ἀλλὰ πολεμήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Θουκ. 1. 68., 8. 43, Δημ. 657, 9, πρβλ. [[διαπολεμέω]]· ― ἀόρ. ἐπολεμήθην Θουκ. 5. 26· ― πρκμ. πεπολέμημαι (κατα-) ὁ αὐτ. 6. 16· ([[πόλεμος]]). Ἔχω πόλεμον, εἶμαι εἰς πόλεμον, ἢ [[ὑπάγω]] εἰς πόλεμον, κινῶ πόλεμον, ἀντίθετον τῷ εἰρήνην ἄγω, ὁ αὐτ. 1. 124, 140., 5. 76· τινι Ἡρόδ. 6. 37, κτλ.· ἐπί τινα Ξεν. Ἀν. 3. 1, 5· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Πόρ. 5, 8, Πλάτ. κλ.· μετά τινος ἢ σύν τινι, [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὡς βοηθός τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7, 1, 27, Ἀνάβ. 2. 6, 5· π. περὶ τῆς ἀρχῆς Ἡρόδ. 6. 98. 2) ὡς καὶ νῦν, [[μάχομαι]], ἀπὸ τῶν ἵππων Πλάτ. Πρωτ. 350Α· ἀπὸ καμήλων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 49· ― [[ἀλλά]], ἀφ’ ὅτου πολεμήσωμεν, τίνα τὰ μέσα ἡμῶν τὰ πρὸς τὸν πόλεμον, Ἀνδοκ. 25. 28. 3) [[καθόλου]], [[ἐρίζω]], φιλονικῶ, ἀμφισβητῶ [[πρός]] τινα, Ξεν. Κύρ. 1, 3, 11· οὕτω, π. τῇ χρείᾳ Σοφ. Ο. Κ. 191, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1386· τινι ὑπέρ τινος Δημ. 236. 5. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κινῶ πόλεμον [[ἐναντίον]] τινός, πολιορκῶ, τὴν πόλιν Δείναρχ. 95. 1· τὰς Ἀθήνας Διόδ. 4. 61, πρβλ. 13. 84., 14. 37, κτλ.· Ῥωμαίους Πολύβ. 11. 19. 3, πρβλ. τὰς διαφ. γρ. 1, 15, 10· τὰς σταφυλὰς Ἀλκίφρων 3. 22· καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν.· ― ἀλλὰ τὸ παθ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Θουκ. 1. 37, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 20, Ἰσοκρ. 92Α· οὐχ οὗτοι πολεμοῦνται Δημ. 33. 1· καὶ αὐτοί… ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι ὁ αὐτ. 240. 18· αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ’ ὑμῶν δὲ μὴ πολεμείσθω ὁ αὐτ. 113. 6· πρβλ. [[πολεμόω]]. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., πόλεμον πολ. Πλάτ. Πολ. 551D, κτλ.· ― ἐν τῷ παθ., ὁ [[πόλεμος]] [[οὕτως]] ἐπολεμήθη Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 10· κατὰ θάλατταν ἐπολεμεῖτο ὁ π. ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 1, 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 600Α· [[οὕτως]], ὅσα ἐπολεμήθη, ὁσαιδήποτε πολεμικαὶ πράξεις ἐγένοντο, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 1· τὰ περὶ Πύλον ἐπολεμεῖτο Θουκ. 4. 23, πρβλ. 3. 6. ― Ὁ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει [[τύπος]] [[εἶναι]] [[πολεμίζω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 409 κἑξ.
}}
}}

Revision as of 10:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμέω Medium diacritics: πολεμέω Low diacritics: πολεμέω Capitals: ΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: poleméō Transliteration B: polemeō Transliteration C: polemeo Beta Code: poleme/w

English (LSJ)

Ion. Iterat.

   A πολεμέεσκε Acus.22J.: fut. -ήσω X.An.2.6.5: pf. πεπολέμηκα Arist.Rh.1396a11, Ephipp.9:—Med., aor. ἐπολεμησάμην (κατ-) Plb.11.31.6:—Pass., πολεμηθήσομαι Id.2.41.14, etc.; πολεμήσομαι in pass. sense, Th.1.68,8.43, D.23.110: aor. ἐπολεμήθην Th.5.26: pf. πεπολέμημαι (κατα-) Id.6.16: (πόλεμος):— to be at war or make war, Id.1.140, etc.; ἀφ' ἡσυχίας πολεμῆσαι ib. 124; opp. εἰρήνην ἄγειν, Id.5.76; τινι with one, Hdt.6.37, IG22.236.19, etc.; πολεμοῦσαι πρὸς ἀλλήλας πόλεις X.Vect.5.8, cf. Pl.Lg. 686b, SIG182.12 (Argos, iv B.C.), etc.; μετά τινος or σύν τινι in conjunction with... X.HG7.1.27, An.2.6.5; περὶ τῆς ἀρχῆς π. Hdt. 6.98.    2 fight, do battle, ἀπὸ τῶν ἵππων Pl.Prt.350a; ἀπὸ [καμήλων] X.Cyr.7.1.49; but ἀφ' ὅτου πολεμήσωμεν what our means of war are, And.3.16.    3 generally, quarrel, wrangle with one, X.Cyr.1.3.11; π. χρείᾳ S.OC191 (anap.), cf. E.Ion1386; τισὶν ὑπέρ τινος D.18.31: metaph. of disease, Gal.1.103.    II later c. acc., make war upon, τὴν πόλιν Din.1.36 codd.; τὰς Ἀθήνας D.S.4.61, cf. 13.84, 14.37, LXX 1 Ma.5.30, etc.; τὰς Συρακούσας Plb.1.15.10, etc.: metaph., τὰς σταφυλάς Alciphr.3.22:—Pass., also in early writers, have war made upon one, to be treated as enemies, Th.1.37, X. HG7.4.20; ὑπό τινων Isoc.5.49; καὶ αὐτοὶ . . ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι D.18.43; αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι Id.9.9; -ηθείσης τῆς χώρας OGI748.8 (Cyzicus, iii B.C.).    2 c. acc. cogn., πόλεμον π. Pl.R.551d, Arist.l.c., etc.:—Pass., [πολέμους] τοὺς ἐπὶ Θησέως πολεμηθέντας X.Mem.3.5.10; κατὰ θάλατταν ὁ π. ἐπολεμεῖτο Id.HG5.1.1, cf. Pl.R.600a; ὅσα ἐπολεμήθη whatever hostilities took place, X.An.4.1.1; τὰ περὶ Πύλον κατὰ κράτος ἐπολεμεῖτο Th.4.23, cf. 3.6.—The form used by Poets is πολεμίζω.

German (Pape)

[Seite 653] Krieg führen, kriegen; absolut, im Ggstz von εἰρήνην ἄγειν, Thuc. 5, 76 u. Folgde; ἀπὸ τῶν ἵππων, Plat. Prot. 350 a; auch πόλεμόν τινα πολεμεῖν, Rep. VIII, 551 d; pass., οὗτοςπόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη, Menex. 243 e; τὰ περὶ Πύλον ἐπ ολεμεῖτο, Thuc. 4, 23; τοὺς πλείστους πολέμους πεπολεμηκυῖα, Plut. Timol. 2; – mit Einem, τινί, die gewöhnl. Vrbdg bei Her., Thuc. u. Folgdn; auch zuweilen ἐπί τινα, Xen. Anab. 3, 1, 5 u. auch 1, 3, 4 die richtige Lesart; πρός τινα, Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 69; vgl. Thuc. 1, 141. – Mit einem accus., τινά, bekriegen, feindselig behandeln, Sp., wie Pol. 1, 15, 10 Plut. Sull. 3 u. sonst; pass., ἦγον τὴν εἰρήνην ἄσμενοι, ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι, Dem. 18, 43, der vrbdt αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι, 9, 9; εἰ ἀμφοτέρωθεν πολεμοῖντο, Xen, Hell. 7, 4, 20; das fut. πολεμήσομαι in pass. Sinne steht Thuc. 1, 68. 3, 43. – Häufig wird es auch von Wortstreitigkeiten, selbst über einen wissenschaftlichen Gegenstand gebraucht, wie Xen. Cyr. 1, 3, 12; vgl. Plut. Thes. 10; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμέω: μέλλ. -ήσω· πρκμ. πεπολέμηκα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4. 9. ― Μέσ., μέλλ. -ήσομαι, Ἑβδ. (Β΄ Παραρ. ΙΑ΄, 4), ἀλλ’ ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ἐπολεμησάμην (κατ-) Πολύβ. 11. 31, 6: ― Παθ., πολεμηθήσομαι Πολύβ. 2. 41, 14, κτλ.· ― ἀλλὰ πολεμήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Θουκ. 1. 68., 8. 43, Δημ. 657, 9, πρβλ. διαπολεμέω· ― ἀόρ. ἐπολεμήθην Θουκ. 5. 26· ― πρκμ. πεπολέμημαι (κατα-) ὁ αὐτ. 6. 16· (πόλεμος). Ἔχω πόλεμον, εἶμαι εἰς πόλεμον, ἢ ὑπάγω εἰς πόλεμον, κινῶ πόλεμον, ἀντίθετον τῷ εἰρήνην ἄγω, ὁ αὐτ. 1. 124, 140., 5. 76· τινι Ἡρόδ. 6. 37, κτλ.· ἐπί τινα Ξεν. Ἀν. 3. 1, 5· πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Πόρ. 5, 8, Πλάτ. κλ.· μετά τινος ἢ σύν τινι, ὁμοῦ μετά τινος, ὡς βοηθός τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7, 1, 27, Ἀνάβ. 2. 6, 5· π. περὶ τῆς ἀρχῆς Ἡρόδ. 6. 98. 2) ὡς καὶ νῦν, μάχομαι, ἀπὸ τῶν ἵππων Πλάτ. Πρωτ. 350Α· ἀπὸ καμήλων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 49· ― ἀλλά, ἀφ’ ὅτου πολεμήσωμεν, τίνα τὰ μέσα ἡμῶν τὰ πρὸς τὸν πόλεμον, Ἀνδοκ. 25. 28. 3) καθόλου, ἐρίζω, φιλονικῶ, ἀμφισβητῶ πρός τινα, Ξεν. Κύρ. 1, 3, 11· οὕτω, π. τῇ χρείᾳ Σοφ. Ο. Κ. 191, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1386· τινι ὑπέρ τινος Δημ. 236. 5. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κινῶ πόλεμον ἐναντίον τινός, πολιορκῶ, τὴν πόλιν Δείναρχ. 95. 1· τὰς Ἀθήνας Διόδ. 4. 61, πρβλ. 13. 84., 14. 37, κτλ.· Ῥωμαίους Πολύβ. 11. 19. 3, πρβλ. τὰς διαφ. γρ. 1, 15, 10· τὰς σταφυλὰς Ἀλκίφρων 3. 22· καὶ συχν. παρὰ μεταγεν.· ― ἀλλὰ τὸ παθ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Θουκ. 1. 37, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 20, Ἰσοκρ. 92Α· οὐχ οὗτοι πολεμοῦνται Δημ. 33. 1· καὶ αὐτοί… ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι ὁ αὐτ. 240. 18· αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ’ ὑμῶν δὲ μὴ πολεμείσθω ὁ αὐτ. 113. 6· πρβλ. πολεμόω. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πόλεμον πολ. Πλάτ. Πολ. 551D, κτλ.· ― ἐν τῷ παθ., ὁ πόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 10· κατὰ θάλατταν ἐπολεμεῖτο ὁ π. ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 1, 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 600Α· οὕτως, ὅσα ἐπολεμήθη, ὁσαιδήποτε πολεμικαὶ πράξεις ἐγένοντο, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 1· τὰ περὶ Πύλον ἐπολεμεῖτο Θουκ. 4. 23, πρβλ. 3. 6. ― Ὁ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει τύπος εἶναι πολεμίζω. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 409 κἑξ.