εἰσελαύνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(13_6a)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0742.png Seite 742]] (s. [[ἐλαύνω]]), p. εἰσελάω, <b class="b2">eintreiben</b>; ποιμὴν εἰσελάων, der die Heerde eintreibende Hirt, Od. 10, 83; hineintreiben, ἵππους Il. 15, 385; das Schiff ans Land, landen, Od. 13, 113; τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον, εἰς τοὺς τοῦ πράγματος λόγους Aesch. 1, 176. 3, 206, Einen nicht abschweifen lassen, sondern bei der Sache zu bleiben nöthigen. – Intr., hineinmarschiren, -reiten u. dergl., εἰς τὴν πόλιν Xen. An. 1, 2, 26; im Triumphzuge einziehen, Plut. Marc. 8 u. öfter; auch τὸν θρίαμβον εἰσήλασε, Mar. 12, wie Cat. min. 31.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0742.png Seite 742]] (s. [[ἐλαύνω]]), p. εἰσελάω, <b class="b2">eintreiben</b>; ποιμὴν εἰσελάων, der die Heerde eintreibende Hirt, Od. 10, 83; hineintreiben, ἵππους Il. 15, 385; das Schiff ans Land, landen, Od. 13, 113; τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον, εἰς τοὺς τοῦ πράγματος λόγους Aesch. 1, 176. 3, 206, Einen nicht abschweifen lassen, sondern bei der Sache zu bleiben nöthigen. – Intr., hineinmarschiren, -reiten u. dergl., εἰς τὴν πόλιν Xen. An. 1, 2, 26; im Triumphzuge einziehen, Plut. Marc. 8 u. öfter; auch τὸν θρίαμβον εἰσήλασε, Mar. 12, wie Cat. min. 31.
}}
{{ls
|lstext='''εἰσελαύνω''': Ἐπ. -ελάω: μέλλ. -ελάσω ᾰ, Ἀττ. -ελῶ. [[ἐλαύνω]] [[ἐντός]], ποιμὴν εἰσελάων τὴν ποίμνην Ὀδ. Κ. 83· ἵππους δ’ εἰσελάσαντες Ἰλ. Ο. 385· ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἐν ταῖς ἱπποδρομίαις, εἰς τὸν τοῦ πράγματος [[αὐτοῦ]] δρόμον εἰσελαύνεται, ἀναγκάζετε αὐτὸν νὰ μένῃ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου [[αὐτοῦ]], χωρὶς δηλ. νὰ κάμνῃ παρεκβάσεις, Αἰσχίν, 25. 11., 83. 26. ΙΙ. [[ὡσεὶ]] ἀμετάβ., ἔνθ’ οἵγ’ εἰσέλασαν τὴν ναῦν, κατ’ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]] εἰσήλθον κωπηλατοῦντες, Ὀδ. Ν. 113· [[ἐπεὶ]] εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν τὸν ἵππον, ὅτε εἰσῆλθεν [[ἔφιππος]] εἰς τὴν πόλιν..., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, κτλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, νήσου λιμένα εἰσελάσαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, πρβλ. 1267· - [[εἰσέρχομαι]] ἐν θριαμβευτικῇ πομπῇ, Πλουτ. Μάρκελλ. 8· οὕτω [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., εἰσελαύνειν θρίαμβον ὁ αὐτ. Μάρ. 12, Κάτων Νεώτ. 31.
}}
}}

Revision as of 10:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσελαύνω Medium diacritics: εἰσελαύνω Low diacritics: εισελαύνω Capitals: ΕΙΣΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: eiselaúnō Transliteration B: eiselaunō Transliteration C: eiselayno Beta Code: ei)selau/nw

English (LSJ)

Ep. εἰσ-ελάω: fut. -ελάσω [ᾰ], Att. -ελῶ:—

   A drive in, ποιμὴν εἰσελάων [τὴν ποίμνην] Od. 10.83; ἵππους δ' εἰσελάσαντες Il.15.385; τὴν θήλειαν ὁ ἄρρην εἰ. πρὸς τὰ ᾠά Plu.2.962f ; εἰσελαύνειν τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον to keep him to the point, Aeschin.1.176, cf. 3.206.    II as if intr., ἔνθ' οἵ γ' εἰσέλασαν [τὴν νῆα] that way they rowed in, Od.13.113; ἐπεὶ εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν [τὸν ἵππον] when he marched into.., X.An.1.2.26, etc.: c. acc. loci, εἰ. λιμένα A.R.2.672, cf. 1265 ; enter in triumphal procession, Plu.Marc.8; τεθρίππῳ Id.Publ.9; εἰς τὰς Ἀθήνας Ael.VH12.58: c. acc. cogn., εἰσελαύνειν θρίαμβον Plu.Mar.12, Cat.Mi.31.

German (Pape)

[Seite 742] (s. ἐλαύνω), p. εἰσελάω, eintreiben; ποιμὴν εἰσελάων, der die Heerde eintreibende Hirt, Od. 10, 83; hineintreiben, ἵππους Il. 15, 385; das Schiff ans Land, landen, Od. 13, 113; τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον, εἰς τοὺς τοῦ πράγματος λόγους Aesch. 1, 176. 3, 206, Einen nicht abschweifen lassen, sondern bei der Sache zu bleiben nöthigen. – Intr., hineinmarschiren, -reiten u. dergl., εἰς τὴν πόλιν Xen. An. 1, 2, 26; im Triumphzuge einziehen, Plut. Marc. 8 u. öfter; auch τὸν θρίαμβον εἰσήλασε, Mar. 12, wie Cat. min. 31.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσελαύνω: Ἐπ. -ελάω: μέλλ. -ελάσω ᾰ, Ἀττ. -ελῶ. ἐλαύνω ἐντός, ποιμὴν εἰσελάων τὴν ποίμνην Ὀδ. Κ. 83· ἵππους δ’ εἰσελάσαντες Ἰλ. Ο. 385· ἀλλ’ ὥσπερ ἐν ταῖς ἱπποδρομίαις, εἰς τὸν τοῦ πράγματος αὐτοῦ δρόμον εἰσελαύνεται, ἀναγκάζετε αὐτὸν νὰ μένῃ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου αὐτοῦ, χωρὶς δηλ. νὰ κάμνῃ παρεκβάσεις, Αἰσχίν, 25. 11., 83. 26. ΙΙ. ὡσεὶ ἀμετάβ., ἔνθ’ οἵγ’ εἰσέλασαν τὴν ναῦν, κατ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος εἰσήλθον κωπηλατοῦντες, Ὀδ. Ν. 113· ἐπεὶ εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν τὸν ἵππον, ὅτε εἰσῆλθεν ἔφιππος εἰς τὴν πόλιν..., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, κτλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, νήσου λιμένα εἰσελάσαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, πρβλ. 1267· - εἰσέρχομαι ἐν θριαμβευτικῇ πομπῇ, Πλουτ. Μάρκελλ. 8· οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτ., εἰσελαύνειν θρίαμβον ὁ αὐτ. Μάρ. 12, Κάτων Νεώτ. 31.