ἐξάγιστος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0861.png Seite 861]] verwünscht, verflucht; von Personen, Dem. 25, 93; von Sachen, [[λιμήν]] Aesch. 3, 113; χρήματα Plut. Popl. 4; ἃ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was geheim zu halten, zu erzählen sündhaft ist, Soph. O. C. 1523; nach Hesych. πάντα τὰ ἱερὰ καὶ ἀφωσιωμένα, ἃ οὐχ οἷόν τε ἐκκομίζεσθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0861.png Seite 861]] verwünscht, verflucht; von Personen, Dem. 25, 93; von Sachen, [[λιμήν]] Aesch. 3, 113; χρήματα Plut. Popl. 4; ἃ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was geheim zu halten, zu erzählen sündhaft ist, Soph. O. C. 1523; nach Hesych. πάντα τὰ ἱερὰ καὶ ἀφωσιωμένα, ἃ οὐχ οἷόν τε ἐκκομίζεσθαι.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξάγιστος''': -ον, ([[ἐξαγίζω]]) [[ἐπάρατος]], [[ἀκάθαρτος]], [[πονηρός]], Δημ. 798. 6, Αἰσχίν. 69, 29, Διον. Ἁλ. 6. 89, κτλ. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1526, ἃ δ’ ἐξάγιστα [[μηδὲ]] κινεῖται λόγῳ, ὅσα [[εἶναι]] θρησκευτικὰ πράγματα καὶ δὲν δύναταί τις νὰ τὰ ἀναφέρῃ χωρὶς νὰ ἀσεβήσῃ.
}}
}}

Revision as of 10:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάγιστος Medium diacritics: ἐξάγιστος Low diacritics: εξάγιστος Capitals: ΕΞΑΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: exágistos Transliteration B: exagistos Transliteration C: eksagistos Beta Code: e)ca/gistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἐξαγίζω)

   A devoted to evil, accursed, abominable, usu. of persons, D.25.93, D.H.6.89, Ph.1.265, etc.; of things, λιμήν Aeschin.3.113; βουλεύματα Jul.Or.2.99b.    II in S.OC1526 ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ what things are matters of religion: cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 861] verwünscht, verflucht; von Personen, Dem. 25, 93; von Sachen, λιμήν Aesch. 3, 113; χρήματα Plut. Popl. 4; ἃ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was geheim zu halten, zu erzählen sündhaft ist, Soph. O. C. 1523; nach Hesych. πάντα τὰ ἱερὰ καὶ ἀφωσιωμένα, ἃ οὐχ οἷόν τε ἐκκομίζεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάγιστος: -ον, (ἐξαγίζω) ἐπάρατος, ἀκάθαρτος, πονηρός, Δημ. 798. 6, Αἰσχίν. 69, 29, Διον. Ἁλ. 6. 89, κτλ. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1526, ἃ δ’ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, ὅσα εἶναι θρησκευτικὰ πράγματα καὶ δὲν δύναταί τις νὰ τὰ ἀναφέρῃ χωρὶς νὰ ἀσεβήσῃ.