μετασχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(13_4)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ [[ῥῆμα]] μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ [[ῥῆμα]] μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μετασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[μεταβάλλω]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ [[σχῆμα]], Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. [[ταῦτα]] δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, [[ταῦτα]] δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ [[ἐμαυτοῦ]] καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί [[εἶναι]] ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6.
}}
}}

Revision as of 10:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασχημᾰτίζω Medium diacritics: μετασχηματίζω Low diacritics: μετασχηματίζω Capitals: ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: metaschēmatízō Transliteration B: metaschēmatizō Transliteration C: metaschimatizo Beta Code: metasxhmati/zw

English (LSJ)

   A change the form of a person or thing, Pl.Lg. 903e, Arist.GC335b26; τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως Ep.Phil.3.21; of a building, Sammelb.5174.10 (vi A. D.):—Med., with Att. fut. -ιοῦμαι, change one's form, Demetr.Lac.Herc.1012.12; disguise oneself, J.AJ8.11.1:—Pass., to be changed in form, Pl.Lg.906c, Arist. Cael.298b31, GA747a15, D.S.2.57; of grammatical change, A.D. Pron.68.5, al.    II μ. τι εἰς ἐμαυτόν transfer as in a figure, 1 Ep.Cor. 4.6.    III change the posture of, Sor.2.62 (Pass.), al.    IV of stars and planets, in Pass., change their configuration, πρὸς ἀλλήλους Adam.Vent.47.

German (Pape)

[Seite 155] umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ ῥῆμα μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μεταβάλλω τὸ σχῆμα, τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ σχῆμα, Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, ταῦτα δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ ἐμαυτοῦ καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί εἶναι ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6.