μεταδιδάσκω: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(13_3) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[διδάσκω]]), umlehren, d. i. eines Bessern belehren, adj. verb. μεταδιδακτέον, Muson. bei Stob. Floril. 79, 51; μεταδιδαχθῆναι καὶ μεταμαθεῖν vrbdt Plut. an seni 1; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[διδάσκω]]), umlehren, d. i. eines Bessern belehren, adj. verb. μεταδιδακτέον, Muson. bei Stob. Floril. 79, 51; μεταδιδαχθῆναι καὶ μεταμαθεῖν vrbdt Plut. an seni 1; a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεταδῐδάσκω''': [[διδάσκω]] ἄλλα ἢ ἀλλέως ἢ πρότερον, «μεταδιδάξαι, τὸ τὴν προτέραν ἀφεῖναι βουλὴν καὶ ἐλθεῖν ἐπ’ [[ἄλλην]]» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἐν τῷ Παθ. κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ [[μεταμανθάνω]], Μουσών. παρὰ Στοβ. 170. 30, Παυσ. 4. 27, 11· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, Πλούτ. 2. 784Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 5 August 2017
English (LSJ)
A teach new things, show a better way, D.H.9.3, Anon. ap.Suid.: c.acc., convert, Gal.8.657; πόλιν λόγῳ μεταδιδάξαι Philostr. VA1.15: c. dupl. acc., μ. τινὰ ἑτέραν ὄρχησιν Id.Im.2.11:—Pass., like μεταμανθάνω, learn differently, learn something new, Muson.Fr. 10p.56H., Plu.2.784b; μ. τὴν διάλεκτον τὴν Δωρίδα Paus.4.27.11; also, change one's mind for the worse, D.S.13.28: more freq. for the better, Id.21.21, al.
German (Pape)
[Seite 146] (s. διδάσκω), umlehren, d. i. eines Bessern belehren, adj. verb. μεταδιδακτέον, Muson. bei Stob. Floril. 79, 51; μεταδιδαχθῆναι καὶ μεταμαθεῖν vrbdt Plut. an seni 1; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδῐδάσκω: διδάσκω ἄλλα ἢ ἀλλέως ἢ πρότερον, «μεταδιδάξαι, τὸ τὴν προτέραν ἀφεῖναι βουλὴν καὶ ἐλθεῖν ἐπ’ ἄλλην» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἐν τῷ Παθ. κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ μεταμανθάνω, Μουσών. παρὰ Στοβ. 170. 30, Παυσ. 4. 27, 11· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, Πλούτ. 2. 784Β.