καταπειράζω: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(13_5) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von [[καταπειράω]]), geschwächt, D. Sic. 17, 107. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von [[καταπειράω]]), geschwächt, D. Sic. 17, 107. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταπειράζω''': [[κάμνω]] ἀπόπειραν, [[δοκιμάζω]], προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω, τὴν ψῆφόν τινος Λυσ. 186, 29· τοὺς τόπους Ἑβδ. (Β' Μακκ. ΙΓ', 18). 2) [[μετὰ]] γεν., [[δοκιμάζω]] τι νὰ προσβάλω, νὰ κατακτήσω τι, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Πολύβ. 4. 11, 6., 13, 5. καὶ τὸ παθητ., ἐξ ἐφόδου καταπειράζεσθαι ὁ αὐτ. 2. 65, 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:42, 5 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -πειράσω Lys.30.34:— make an attempt on, τήν τινος ψῆφον Lys. l. c.; τοὺς τόπους LXX 2 Ma. 13.18; τοὺς στρατηγούς Inscr.Prien.111.135 (i B. C.). 2 c. gen., make trial of, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Plb.4.11.6, 4.13.5, cf.PAmh.2.134.3 (ii A. D.):—also in Med., Herod.Med. ap. Orib.10.40.5.
German (Pape)
[Seite 1368] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ δικαστήριον Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von καταπειράω), geschwächt, D. Sic. 17, 107.
Greek (Liddell-Scott)
καταπειράζω: κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω, προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω, τὴν ψῆφόν τινος Λυσ. 186, 29· τοὺς τόπους Ἑβδ. (Β' Μακκ. ΙΓ', 18). 2) μετὰ γεν., δοκιμάζω τι νὰ προσβάλω, νὰ κατακτήσω τι, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Πολύβ. 4. 11, 6., 13, 5. καὶ τὸ παθητ., ἐξ ἐφόδου καταπειράζεσθαι ὁ αὐτ. 2. 65, 13.