ὀξίς: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
(13_5)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] ίδος, ἡ, kleines, gew. irdenes Gefäß zum Essig, acetabulum; Ar. Ran. 1436. 1449, der aber auch Plut. 812 sagt ὀξὶς δὲ [[πᾶσα]] καὶ [[λοπάδιον]] καὶ [[χύτρα]] [[χαλκῆ]] γέγονε. Vgl. auch Diphil. bei Ath. II, 67 a u. ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει VI, 230 e. – Bei Ar. Vesp. 1509 eine Art Krabben: τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον, ὀξὶς ἢ [[φάλαγξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] ίδος, ἡ, kleines, gew. irdenes Gefäß zum Essig, acetabulum; Ar. Ran. 1436. 1449, der aber auch Plut. 812 sagt ὀξὶς δὲ [[πᾶσα]] καὶ [[λοπάδιον]] καὶ [[χύτρα]] [[χαλκῆ]] γέγονε. Vgl. auch Diphil. bei Ath. II, 67 a u. ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει VI, 230 e. – Bei Ar. Vesp. 1509 eine Art Krabben: τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον, ὀξὶς ἢ [[φάλαγξ]].
}}
{{ls
|lstext='''ὀξίς''': -ίδος, ἡ, ([[ὄξος]]) «ξιδερόν, [[ἀγγεῖον]] πρὸς ἐναπόθεσιν ὄξους, Λατ. acetabulum, [[κυρίως]] πήλινον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1440· ὄθεν, ὀξὶς [[χαλκῆ]] γέγονε, ἀντὶ νὰ [[εἶναι]] κεραμεᾶ, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 812· [[ὡσαύτως]], ὀξίδ᾿ ἀργυρᾶν ἔχει Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 230Ε· - ἐπὶ ἀνθρώπου σμικροῦ τὸ [[ἀνάστημα]], Ἀριστοφ. Σφ. 1509. 2) [[μέτρον]] τι ἐν Ἀθήναις, τὸ αὐτὸ τῷ ὀξυβάφῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 550· ἐν Κλεωναῖς = [[κοτύλη]], Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8. ΙΙ. = [[ὀξαλίς]] ΙΙ, Γαλην.
}}
}}

Revision as of 10:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξίς Medium diacritics: ὀξίς Low diacritics: οξίς Capitals: ΟΞΙΣ
Transliteration A: oxís Transliteration B: oxis Transliteration C: oksis Beta Code: o)ci/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ

   A, (ὄξος) vinegar-cruet, Nicostr.Com.9, Axionic.7, AJA31.351(pl.), PLond.2.402ii24 (ii B. C.); prop. of earthenware, Sch.Ar.Ra.1488 : hence ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, instead of being κεραμεᾶ, Ar.Pl.812 ; also ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει Sopat.19 ; ὀξὶς ἢ φάλαγξ; (exact sense doubtful) Ar.V.1509.    2 a measure, at Athens the same as ὀξύβαφον, but at Cleonae, = κοτύλη, Id.Fr.688, Diph.96.    II = ὀξαλίς 11, Gal.11.631 (where ὀξύδα).    III in pl., acidities, Alex. Trall.Febr.I: sg., acidity, ib.6.

German (Pape)

[Seite 351] ίδος, ἡ, kleines, gew. irdenes Gefäß zum Essig, acetabulum; Ar. Ran. 1436. 1449, der aber auch Plut. 812 sagt ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε. Vgl. auch Diphil. bei Ath. II, 67 a u. ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει VI, 230 e. – Bei Ar. Vesp. 1509 eine Art Krabben: τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον, ὀξὶς ἢ φάλαγξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξίς: -ίδος, ἡ, (ὄξος) «ξιδερόν, ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὄξους, Λατ. acetabulum, κυρίως πήλινον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1440· ὄθεν, ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, ἀντὶ νὰ εἶναι κεραμεᾶ, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 812· ὡσαύτως, ὀξίδ᾿ ἀργυρᾶν ἔχει Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 230Ε· - ἐπὶ ἀνθρώπου σμικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀριστοφ. Σφ. 1509. 2) μέτρον τι ἐν Ἀθήναις, τὸ αὐτὸ τῷ ὀξυβάφῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 550· ἐν Κλεωναῖς = κοτύλη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8. ΙΙ. = ὀξαλίς ΙΙ, Γαλην.