ἀγενής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(13_4)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0012.png Seite 12]] ές, 1) nicht geboren, γέγονεν ἢ καὶ [[ἀγενής]] ἐστι Plat. Tim. 27 c. – 2) der keine Kinder hat, Isaeus bei Harpocr. (aber bei Is. steht nur [[ἄπαις]]). – 3) von niedriger Herkunft u. dah. unedel, s. [[ἀγεννής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0012.png Seite 12]] ές, 1) nicht geboren, γέγονεν ἢ καὶ [[ἀγενής]] ἐστι Plat. Tim. 27 c. – 2) der keine Kinder hat, Isaeus bei Harpocr. (aber bei Is. steht nur [[ἄπαις]]). – 3) von niedriger Herkunft u. dah. unedel, s. [[ἀγεννής]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀγενής''': -ές, (γενέσθαι) ὁ μὴ γενόμενος, μὴ δημιουργηθείς, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενές ἐστι, Πλάτ. Τίμ. 27C. II. ὁ ἐξ ἀσήμου οἰκογενείας, [[ταπεινός]], [[ποταπός]], [[δειλός]], [[φαῦλος]], [[ἐναντίον]] τοῦ [[ἀγαθός]], Σοφ. Ἀποσπ. 105 (τὸ [[μέτρον]] δικαιoλογεῖ ταύτην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ἀγεννής]], Stalb. Πλάτ. Πρωτ. 319Β). Ἐπὶ πραγμάτων, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι, Σχόλ. Ὀδ. Λ., 568, πρβλ. Α. Β. 336, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀνακτορεία. ΙΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] οἰκογενείας, ὅ ἐ. [[ἄπαις]], Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀγενής]].
}}
}}

Revision as of 10:46, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγενής Medium diacritics: ἀγενής Low diacritics: αγενής Capitals: ΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: agenḗs Transliteration B: agenēs Transliteration C: agenis Beta Code: a)genh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι)

   A unborn, uncreated, Pl.Ti.27c.    II of no family, ignoble, opp. ἀγαθός, S.Fr.84, cf. POxy.33 5.5 (ii A. D.); of things, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι Sch. Od. 11.568; cf. AB336, St.Byz. s.v. Ἀνακτορεία.    III childless, Is.2.10, cf. Harp. (ἄπαις codd.).

German (Pape)

[Seite 12] ές, 1) nicht geboren, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενής ἐστι Plat. Tim. 27 c. – 2) der keine Kinder hat, Isaeus bei Harpocr. (aber bei Is. steht nur ἄπαις). – 3) von niedriger Herkunft u. dah. unedel, s. ἀγεννής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ μὴ γενόμενος, μὴ δημιουργηθείς, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενές ἐστι, Πλάτ. Τίμ. 27C. II. ὁ ἐξ ἀσήμου οἰκογενείας, ταπεινός, ποταπός, δειλός, φαῦλος, ἐναντίον τοῦ ἀγαθός, Σοφ. Ἀποσπ. 105 (τὸ μέτρον δικαιoλογεῖ ταύτην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς τύπος εἶναι ἀγεννής, Stalb. Πλάτ. Πρωτ. 319Β). Ἐπὶ πραγμάτων, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι, Σχόλ. Ὀδ. Λ., 568, πρβλ. Α. Β. 336, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀνακτορεία. ΙΙΙ. ὁ ἄνευ οἰκογενείας, ὅ ἐ. ἄπαις, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀγενής.