συμφύρω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] mit einander od. durch einander kneten, mischen; [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρί, Eur. Med. 1199; εἰς ἕν, Plat. Phil. 15 e; [[ἕως]] ἂν ξυμπεφυρμένη ᾖ ἡμῶν ἡ ψυχἡ μετὰ τοῦ τοιούτου κακοῦ, Phaed. 66 c; συμπεφυρμένος [[ὁμοῦ]] λύπαις, Phil. 51 a; Sp.; beflecken, πλαγαῖς [[πᾶν]] συνέφυρε [[πρόσωπον]], Theocr. 22, 110; ἀλλοφύλῳ συμφυρέντες, Ios. Uebh. gänzlich in Verwirrung bringen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] mit einander od. durch einander kneten, mischen; [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρί, Eur. Med. 1199; εἰς ἕν, Plat. Phil. 15 e; [[ἕως]] ἂν ξυμπεφυρμένη ᾖ ἡμῶν ἡ ψυχἡ μετὰ τοῦ τοιούτου κακοῦ, Phaed. 66 c; συμπεφυρμένος [[ὁμοῦ]] λύπαις, Phil. 51 a; Sp.; beflecken, πλαγαῖς [[πᾶν]] συνέφυρε [[πρόσωπον]], Theocr. 22, 110; ἀλλοφύλῳ συμφυρέντες, Ios. Uebh. gänzlich in Verwirrung bringen.
}}
{{ls
|lstext='''συμφύρω''': [ῡ], παθητ. ἀόρ. β΄ συνεφύρην [ῠ], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 10· μέλλ. παθ. συμφῠρήσομαι Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 100· ἀλλὰ συνηθέστατον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. Φύρω, ζυμώνω [[ὁμοῦ]], σ. [[κόμμι]] αἵματι Διοσκ. 2. 26 πλαγαῖς συνέφυρε προσώπων Θεόκρ. 22. 111· σ. εἰς ἓν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε· ― ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[σιτίον]] συμπεφυρμένον Πλούτ. 2. 94D· μεταφ., [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρὶ Εὐρ. Μήδ. 1199· πλούτῳ δ’ ἐκεῖν’ ἦν πάντα συμπεφυρμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1· ἡδοναὶ συμπ. λύπαις Πλάτ. Φίληβ. 51Α· ψυχὴ συμπεφ. [[μετὰ]] τοῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Β· ― [[ὡσαύτως]], τὴν πόλιν συμπεφ. ταῖς οἰκήσεσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 32· αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 16.
}}
}}

Revision as of 10:52, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφύρω Medium diacritics: συμφύρω Low diacritics: συμφύρω Capitals: ΣΥΜΦΥΡΩ
Transliteration A: symphýrō Transliteration B: symphyrō Transliteration C: symfyro Beta Code: sumfu/rw

English (LSJ)

[ῡ], aor. 2 Pass. συνεφύρην [ῠ] J.BJ2.8.10: fut. Pass. συμφῠρήσομαι Sch.Pi.N.1.100: most freq. in pf. part. Pass.:—

   A knead together, σ. εἰς ἕν Pl.Phlb.15e: mostly Pass., σ. κόμμι αἵματι Dsc.2.24 (as v.l. for -αμένον) ; αἷμα συμπεφυρμένον πυρί E.Med.1199; πλούτῳ . . πάντα συμπεφ. Pherecr.108.1; ἡδοναὶ συμπεφ. λύπαις Pl.Phlb. 51a; ψυχὴ συμπεφ. μετὰ κακοῦ Id.Phd.66b; βιοτὴ . . πολλῇσι κηρσὶ συμπεφυρμένη Democr.285.    2 mess up, disfigure, πληγαῖς συνέφυρε πρόσωπον Theoc.22.111; αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλήν Plu. Fab.16: metaph., confuse, confound, Phld.Vit.p.27J.; τὴν πόλιν συμθεφ. ταῖς οἰκήσεσιν built without plan, Plu.Cam.32.

German (Pape)

[Seite 993] mit einander od. durch einander kneten, mischen; αἷμα συμπεφυρμένον πυρί, Eur. Med. 1199; εἰς ἕν, Plat. Phil. 15 e; ἕως ἂν ξυμπεφυρμένη ᾖ ἡμῶν ἡ ψυχἡ μετὰ τοῦ τοιούτου κακοῦ, Phaed. 66 c; συμπεφυρμένος ὁμοῦ λύπαις, Phil. 51 a; Sp.; beflecken, πλαγαῖς πᾶν συνέφυρε πρόσωπον, Theocr. 22, 110; ἀλλοφύλῳ συμφυρέντες, Ios. Uebh. gänzlich in Verwirrung bringen.

Greek (Liddell-Scott)

συμφύρω: [ῡ], παθητ. ἀόρ. β΄ συνεφύρην [ῠ], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 10· μέλλ. παθ. συμφῠρήσομαι Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 100· ἀλλὰ συνηθέστατον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. Φύρω, ζυμώνω ὁμοῦ, σ. κόμμι αἵματι Διοσκ. 2. 26 πλαγαῖς συνέφυρε προσώπων Θεόκρ. 22. 111· σ. εἰς ἓν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε· ― ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., σιτίον συμπεφυρμένον Πλούτ. 2. 94D· μεταφ., αἷμα συμπεφυρμένον πυρὶ Εὐρ. Μήδ. 1199· πλούτῳ δ’ ἐκεῖν’ ἦν πάντα συμπεφυρμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1· ἡδοναὶ συμπ. λύπαις Πλάτ. Φίληβ. 51Α· ψυχὴ συμπεφ. μετὰ τοῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Β· ― ὡσαύτως, τὴν πόλιν συμπεφ. ταῖς οἰκήσεσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 32· αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 16.