Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀόριστος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(13_5)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] unbegränzt, unbestimmt, nach Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2 ὅ, τι ἐνδέχεται τὸ [[μᾶλλον]] καὶ τὸ ἧττον. Von einem Lande, γῆ Thuc. 1, 139; ἀόριστον ἐᾶν Plat. Legg. I, 643 d; ἀτάκτως καὶ ἀορίστως ἐᾶν XI, 916 d, wie Dem. ἄτακτα, ἀόριστα, ἀδιόρθωτα πάντα vrbdt, 4, 36; ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ λέγειν Aesch. 3, 99.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] unbegränzt, unbestimmt, nach Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2 ὅ, τι ἐνδέχεται τὸ [[μᾶλλον]] καὶ τὸ ἧττον. Von einem Lande, γῆ Thuc. 1, 139; ἀόριστον ἐᾶν Plat. Legg. I, 643 d; ἀτάκτως καὶ ἀορίστως ἐᾶν XI, 916 d, wie Dem. ἄτακτα, ἀόριστα, ἀδιόρθωτα πάντα vrbdt, 4, 36; ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ λέγειν Aesch. 3, 99.
}}
{{ls
|lstext='''ἀόριστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὅρίων, γῆ Θουκ. 1. 139. ΙΙ. ὁ μὴ ὡρισμένος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, [[ἀόριστος]], [[ἄδηλος]]. Πλάτ. Νόμ. 916D, [[συχνάκις]] παρ’ Ἀριστ. συνάπτεται ταῖς λέξ. [[ἀνεξέταστος]], ἄτακτος, [[ἀδιόρθωτος]], Δημ. 50. 16, 18· ἀόρ. ἄρχων, ὁ ἔχων τὸ [[ἀξίωμα]] ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6: [[ἀβέβαιος]], ζωῆς τελευτὴ Ἀνθ. Π. 9. 499: ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. 2) ἀόρ. [[ὄνομα]], τὸ μὴ ὡρισμένον, [[οἷον]] οὐκ [[ἄνθρωπος]], τὸ γὰρ οὐκ [[ἄνθρωπος]], [[ὄνομα]] μὲν οὐ [[λέγω]], ἀλλ’ ἀόριστον [[ὄνομα]] ὁ αὐτ. π. Ἑρμην. 10.1. 3) ὁ ἀόρ. (ἐνν. [[χρόνος]]) Γραμμ.
}}
}}

Revision as of 11:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀόριστος Medium diacritics: ἀόριστος Low diacritics: αόριστος Capitals: ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aóristos Transliteration B: aoristos Transliteration C: aoristos Beta Code: a)o/ristos

English (LSJ)

ον,

   A without boundaries, debatable, γῆ Th.1.139.    2 limitless, ὀρέξεις, φόβοι, ἐπιθυμίαι, Epicur.Fr.202,203.    II indeterminate, Pl.Lg.643d, Arist.Metaph. 1087a17, al.; οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ' ἀ. D.4.36; ἄτακτα, ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα ibid.; ἀ. ἀξιώματα indefinite propositions, Chrysipp.Stoic.2.5,al.; ἀ. καὶ κρίσεως προσδεόμενον, opp. ὡρισμένον, Epicur. Nat.p.31 G.; ἀ. [ἄρχων] one who holds office without limit of time, Arist.Pol.1275a26; uncertain, ζωῆς τελευτή AP9.499: Comp. πρόληψις Phld.Rh.2.189S., cf. Plot.3.9.2. Adv. -τως Pl.Lg.916e, Arist. Cat.8b9,al.    2 ἀ. ὄνομα or ῥῆμα an indefinite term, as οὐκ-ἄνθρωπος Id.Int.16a32, 16b14; of pronouns, A.D.Pron.7.1, al.    3 ὁ ἀ. (sc. χρόνος) the aorist tense, D.T.638.24, A.D.Synt.276.5,al.

German (Pape)

[Seite 272] unbegränzt, unbestimmt, nach Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2 ὅ, τι ἐνδέχεται τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον. Von einem Lande, γῆ Thuc. 1, 139; ἀόριστον ἐᾶν Plat. Legg. I, 643 d; ἀτάκτως καὶ ἀορίστως ἐᾶν XI, 916 d, wie Dem. ἄτακτα, ἀόριστα, ἀδιόρθωτα πάντα vrbdt, 4, 36; ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ λέγειν Aesch. 3, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἀόριστος: -ον, ὁ ἄνευ ὅρίων, γῆ Θουκ. 1. 139. ΙΙ. ὁ μὴ ὡρισμένος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, ἀόριστος, ἄδηλος. Πλάτ. Νόμ. 916D, συχνάκις παρ’ Ἀριστ. συνάπτεται ταῖς λέξ. ἀνεξέταστος, ἄτακτος, ἀδιόρθωτος, Δημ. 50. 16, 18· ἀόρ. ἄρχων, ὁ ἔχων τὸ ἀξίωμα ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6: ἀβέβαιος, ζωῆς τελευτὴ Ἀνθ. Π. 9. 499: ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. 2) ἀόρ. ὄνομα, τὸ μὴ ὡρισμένον, οἷον οὐκ ἄνθρωπος, τὸ γὰρ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνομα μὲν οὐ λέγω, ἀλλ’ ἀόριστον ὄνομα ὁ αὐτ. π. Ἑρμην. 10.1. 3) ὁ ἀόρ. (ἐνν. χρόνος) Γραμμ.