τερπνός: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(13_7_1) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1094.png Seite 1094]] bei Eur. auch 2 Endgn (s. aber Dind. Eur. I. T. 1495), vergnügend, erfreulich, anmuthig, angenehm, reizend; Hom. nur als v. l., Od. 8, 45; Theogn.; Mimn. 5, 3; oft bei Pind., Ἥβη Ol. 6, 57, τελευτά P. 9, 66, [[χάρις]] I. 3, 90, ἄνθεα N. 7, 53, τὰ τερπνὰ καὶ γλυκέα πάντα Ol. 14, 5, u. oft τὸ τερπνόν, wie P. 8, 93 N. 7, 74; τερπνὸν δὲ τ[[ἀναγκαῖον]] ἐκφυγεῖν [[ἅπαν]], Aesch. Ag. 876; ὦ τερπνὸν [[ὄμμα]], Ch. 236, u. öfter; τὰ τερπνὰ πικρὰ γίγνεται, Soph. O. C. 621; αὑτῷ δὲ τερπνὸς τέθνηκε, Ai. 946; λόγοισι τερπνοῖς ἀκοῦσαι, Eur. Andr. 290, u. öfter; Plat. neben ἡδύ u. χαρτόν, Prot. 358 a; ἡδοναί, Eur. Suppl. 469; sp. D., die es auch für froh, fröhlich, heiter brauchen, [[γέρων]], Anacr. 37, 1; auch in Prosa : τὰ τερπνά, = ἡδοναί, Isocr. 1, 21; Thuc. 2, 53; τῶν τερπνῶν οὐδενὸς [[ἄγευστος]] ἔσῃ, Xen. Mem. 2, 1, 23; Sp. – Compar. sowohl regelmäßig τερπνότερος, Strat. 4 (XII, 4) u. sonst, als unregelmäßig [[τερπνίστατος]], τέρπνιστος, Callim. fr. 256 in VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1094.png Seite 1094]] bei Eur. auch 2 Endgn (s. aber Dind. Eur. I. T. 1495), vergnügend, erfreulich, anmuthig, angenehm, reizend; Hom. nur als v. l., Od. 8, 45; Theogn.; Mimn. 5, 3; oft bei Pind., Ἥβη Ol. 6, 57, τελευτά P. 9, 66, [[χάρις]] I. 3, 90, ἄνθεα N. 7, 53, τὰ τερπνὰ καὶ γλυκέα πάντα Ol. 14, 5, u. oft τὸ τερπνόν, wie P. 8, 93 N. 7, 74; τερπνὸν δὲ τ[[ἀναγκαῖον]] ἐκφυγεῖν [[ἅπαν]], Aesch. Ag. 876; ὦ τερπνὸν [[ὄμμα]], Ch. 236, u. öfter; τὰ τερπνὰ πικρὰ γίγνεται, Soph. O. C. 621; αὑτῷ δὲ τερπνὸς τέθνηκε, Ai. 946; λόγοισι τερπνοῖς ἀκοῦσαι, Eur. Andr. 290, u. öfter; Plat. neben ἡδύ u. χαρτόν, Prot. 358 a; ἡδοναί, Eur. Suppl. 469; sp. D., die es auch für froh, fröhlich, heiter brauchen, [[γέρων]], Anacr. 37, 1; auch in Prosa : τὰ τερπνά, = ἡδοναί, Isocr. 1, 21; Thuc. 2, 53; τῶν τερπνῶν οὐδενὸς [[ἄγευστος]] ἔσῃ, Xen. Mem. 2, 1, 23; Sp. – Compar. sowohl regelmäßig τερπνότερος, Strat. 4 (XII, 4) u. sonst, als unregelmäßig [[τερπνίστατος]], τέρπνιστος, Callim. fr. 256 in VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τερπνός''': -ή, -όν, ([[τέρπω]]) εὐφρόσυνος, [[εὐχάριστος]], προξενῶν τέρψιν, [[εὐάρεστος]], χαροποιὸς (παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς διάφορ. γραφὴ ἐν Ὀδ. Θ. 45 ἀντὶ τοῦ τέρπειν), Θέογν. 1013, Μίμνερμ. 5. 3, Πίνδ., Αἰσχύλ., κλπ.· τερπνὰ παθὼν Τυρταῖ. 9. 38· [[ὡσαύτως]], ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, πρὸς τὸ τερπνὸν Θουκ. 2. 53, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C, D· τὰ τερπνά, αἱ τέρψεις, αἱ ἡδοναί, Ἰσοκρ. 6C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 23. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, αὑτῷ δὲ τερπνὸς Σοφ. Αἴ. 967. ΙΙ. ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τερπνότερος, -ότατος, Θέογν. 1062. 256· ἀνώμαλ., τέρπνιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 256. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. τερπνῶς, Θέογν. 910, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (τέρπω)
A delightful, pleasant (Hom. only as v.l., Od.8.45), Thgn.1019 (= Mimn.5.3), Pi.O.6.57, al., A.Ag.143 (lyr.), etc.; τερπνὰ παθών Tyrt.12.38; also in Prose, Democr.211; πρὸς τὸ τερπνόν Th.2.53, cf. Pl.Cra.419d; τὰ τ. delights, pleasures, Isoc.1.21, X.Mem.2.1.23; τὸ τ. enjoyment, Metrod.Fr.47. 2 rarely of persons, αὑτῷ δὲ τερπνός to his own content, S.Aj.967; γέρων τ. Anacreont.37.1. II regul. Comp. τερπνότερος Phld.Oec.p.9 J.: Sup. -ότατος Thgn.256; irreg. τέρπνιστος Call.Fr.256; Adv. -ιστα (or -ίστα[τα]) Id. in PSI11.1218c6. III Adv. τερπνῶς Thgn. 914, S.Fr.583.5.
German (Pape)
[Seite 1094] bei Eur. auch 2 Endgn (s. aber Dind. Eur. I. T. 1495), vergnügend, erfreulich, anmuthig, angenehm, reizend; Hom. nur als v. l., Od. 8, 45; Theogn.; Mimn. 5, 3; oft bei Pind., Ἥβη Ol. 6, 57, τελευτά P. 9, 66, χάρις I. 3, 90, ἄνθεα N. 7, 53, τὰ τερπνὰ καὶ γλυκέα πάντα Ol. 14, 5, u. oft τὸ τερπνόν, wie P. 8, 93 N. 7, 74; τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν, Aesch. Ag. 876; ὦ τερπνὸν ὄμμα, Ch. 236, u. öfter; τὰ τερπνὰ πικρὰ γίγνεται, Soph. O. C. 621; αὑτῷ δὲ τερπνὸς τέθνηκε, Ai. 946; λόγοισι τερπνοῖς ἀκοῦσαι, Eur. Andr. 290, u. öfter; Plat. neben ἡδύ u. χαρτόν, Prot. 358 a; ἡδοναί, Eur. Suppl. 469; sp. D., die es auch für froh, fröhlich, heiter brauchen, γέρων, Anacr. 37, 1; auch in Prosa : τὰ τερπνά, = ἡδοναί, Isocr. 1, 21; Thuc. 2, 53; τῶν τερπνῶν οὐδενὸς ἄγευστος ἔσῃ, Xen. Mem. 2, 1, 23; Sp. – Compar. sowohl regelmäßig τερπνότερος, Strat. 4 (XII, 4) u. sonst, als unregelmäßig τερπνίστατος, τέρπνιστος, Callim. fr. 256 in VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τερπνός: -ή, -όν, (τέρπω) εὐφρόσυνος, εὐχάριστος, προξενῶν τέρψιν, εὐάρεστος, χαροποιὸς (παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς διάφορ. γραφὴ ἐν Ὀδ. Θ. 45 ἀντὶ τοῦ τέρπειν), Θέογν. 1013, Μίμνερμ. 5. 3, Πίνδ., Αἰσχύλ., κλπ.· τερπνὰ παθὼν Τυρταῖ. 9. 38· ὡσαύτως, ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, πρὸς τὸ τερπνὸν Θουκ. 2. 53, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C, D· τὰ τερπνά, αἱ τέρψεις, αἱ ἡδοναί, Ἰσοκρ. 6C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 23. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, αὑτῷ δὲ τερπνὸς Σοφ. Αἴ. 967. ΙΙ. ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τερπνότερος, -ότατος, Θέογν. 1062. 256· ἀνώμαλ., τέρπνιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 256. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. τερπνῶς, Θέογν. 910, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 5.