σίτησις: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(13_5)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] ἡ, 1) das Essen, Speisen, auch die Kost selbst, Speise, Nahrung, Her. 3, 23. 4, 17. – 2) die öffentliche Beköstigung im Prytaneion; Ar. Ran. 763; σίτησιν αἰτεῖν, Equ. 572; Plat. Apol. 37 a; Din. 1, 107; Andoc. 4, 31; Dem. Lpt. 107. 23, 130; Sp., wie Luc. Prom. 4. – 3) die annonae der Römer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] ἡ, 1) das Essen, Speisen, auch die Kost selbst, Speise, Nahrung, Her. 3, 23. 4, 17. – 2) die öffentliche Beköstigung im Prytaneion; Ar. Ran. 763; σίτησιν αἰτεῖν, Equ. 572; Plat. Apol. 37 a; Din. 1, 107; Andoc. 4, 31; Dem. Lpt. 107. 23, 130; Sp., wie Luc. Prom. 4. – 3) die annonae der Römer.
}}
{{ls
|lstext='''σίτησις''': -εως, ἡ, (σῑτέω) τὸ ἐσθίειν, τρέφεσθαι, ἐπὶ σιτήσει, πρὸς [[φαγητόν]], πρὸς τὴν κατ’ οἶκον δαπάνην, ἀντίθετον τῷ [[πρᾶσις]], Ἡρόδ. 4. 17· σ. καὶ [[δίαιτα]] Πλάτ. Πολ. 404D· σ. ἐν Πρυτανείῳ, δημοσία διατροφὴ ἐν τῷ Πρυτανείῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 764, Ἀνδοκ. 33. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α· ― [[οὕτως]], ἀπολ., σίτησιν αἰτεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 574· ― γέρα… δίδοται σ. Τιμοκλ. ἐν «Δρακ.» 1. 18· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Δημ. 489. 25· πρβλ. Πρυτανεῖον Ι, [[σιτίον]] ΙΙ. 3. ΙΙ. [[τροφή]], σίτησιν [[εἶναι]] κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23, 1.
}}
}}

Revision as of 11:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτησις Medium diacritics: σίτησις Low diacritics: σίτησις Capitals: ΣΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: sítēsis Transliteration B: sitēsis Transliteration C: sitisis Beta Code: si/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A eating, feeding, ἐπὶ σιτήσι for home consumption, opp. πρῆσις, Hdt.4.17; σ. καὶ δίαιτα Pl.R.404d; σ. ἐν Πρυτανείῳ public maintenance in the Prytaneum, Ar.Ra.764, cf. IG12.77, And.4.31, Pl.Ap.37a, OGI49.12 (Ptolemais, iii B.C.): abs., σίτησιν αἰτῆσαι Ar.Eq.574; γέρα . . δίδοται . . σ. Timocl.8.18: pl., D.20.107.    II food, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθά Hdt. 3.23, cf. Thphr.HP8.4.3.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, 1) das Essen, Speisen, auch die Kost selbst, Speise, Nahrung, Her. 3, 23. 4, 17. – 2) die öffentliche Beköstigung im Prytaneion; Ar. Ran. 763; σίτησιν αἰτεῖν, Equ. 572; Plat. Apol. 37 a; Din. 1, 107; Andoc. 4, 31; Dem. Lpt. 107. 23, 130; Sp., wie Luc. Prom. 4. – 3) die annonae der Römer.

Greek (Liddell-Scott)

σίτησις: -εως, ἡ, (σῑτέω) τὸ ἐσθίειν, τρέφεσθαι, ἐπὶ σιτήσει, πρὸς φαγητόν, πρὸς τὴν κατ’ οἶκον δαπάνην, ἀντίθετον τῷ πρᾶσις, Ἡρόδ. 4. 17· σ. καὶ δίαιτα Πλάτ. Πολ. 404D· σ. ἐν Πρυτανείῳ, δημοσία διατροφὴ ἐν τῷ Πρυτανείῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 764, Ἀνδοκ. 33. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α· ― οὕτως, ἀπολ., σίτησιν αἰτεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 574· ― γέρα… δίδοται σ. Τιμοκλ. ἐν «Δρακ.» 1. 18· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Δημ. 489. 25· πρβλ. Πρυτανεῖον Ι, σιτίον ΙΙ. 3. ΙΙ. τροφή, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23, 1.