εἰσπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(13_6b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0746.png Seite 746]] eintreiben, einfordern, was man mit Recht fordern kann, B. A. 245 ἀπαιτεῖν; Plat. Legg. XII, 949 d; τινά τι, z. B. τοσοῦτον [[πλῆθος]] τῶν χρημάτων τοὺς συμμάχους Isocr. 5, 146; von Abgaben u. Schulden, τοὺς τριηράρχους, τοὺς ὀφείλοντας, Dem. 24, 13. 161; τοὺς ὑπερημέρους 21, 11; χρήματα, erpressen, Pol. 13, 7, 3; τιμήν, ἐπιτήδεια εἰσπράττομαι, von mir wird eingefordert, D. Cass. 45, 28. 77, 9. – Med., für sich eintreiben, κακὸν δίκαιον Eur. I. T 559; [[παραγώγιον]] εἰσπράξομαι Philppds. Poll. 9, 30; εἰσπράξεται μισθὸν παρ' οἷς ἐδείπνει Antiphan. Ath. VI, 240 f; Sp., wie Plut. X oratt. 4 p. 238 Luc. paras. 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0746.png Seite 746]] eintreiben, einfordern, was man mit Recht fordern kann, B. A. 245 ἀπαιτεῖν; Plat. Legg. XII, 949 d; τινά τι, z. B. τοσοῦτον [[πλῆθος]] τῶν χρημάτων τοὺς συμμάχους Isocr. 5, 146; von Abgaben u. Schulden, τοὺς τριηράρχους, τοὺς ὀφείλοντας, Dem. 24, 13. 161; τοὺς ὑπερημέρους 21, 11; χρήματα, erpressen, Pol. 13, 7, 3; τιμήν, ἐπιτήδεια εἰσπράττομαι, von mir wird eingefordert, D. Cass. 45, 28. 77, 9. – Med., für sich eintreiben, κακὸν δίκαιον Eur. I. T 559; [[παραγώγιον]] εἰσπράξομαι Philppds. Poll. 9, 30; εἰσπράξεται μισθὸν παρ' οἷς ἐδείπνει Antiphan. Ath. VI, 240 f; Sp., wie Plut. X oratt. 4 p. 238 Luc. paras. 52.
}}
{{ls
|lstext='''εἰσπράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: - εἰσπράττω, «συνάζω» ὀφειλὰς ἢ φόρους, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 18, Πλάτ. Νόμ. 949D, Δημ. 518, κτλ.· τινά, ἔκ τινος (προσώπου), ὅτι τοσοῦτον [[πλῆθος]] χρημάτων εἰσπράξασα τοὺς συμμάχους εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήνεγκεν Ἰσοκρ. 111Ε, Δημ. 704. 7., 1227. 9. κτλ.· ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ἔδωκε καὶ οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον, δὲν τὰ ἐζήτησε παρὰ τοῦ δημοσίου, ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 15: - Μέσ., εἰσπράττω δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]], ὡς εὖ κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο, κακὴν δίκην, Εὐρ. Ι. Τ. 559· ἀλλὰ τὸ μέσ. ([[μετὰ]] παθ. πρκμ.) [[συχνάκις]] ἐναλλάσσεται [[μετὰ]] τοῦ ἐνεργ., Δημ. 564, ἐν τέλει· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., πικρῶς εἰσπράττειν με, [[ὥσπερ]] καὶ παρὰ τῶν ἄλλων εἰσπέπρακται ὁ αὐτ. 939. 8: - Παθ. ἐπὶ χρημάτων, εἰσπράττομαι, τῷ θεῷ δὲ τὰ χρήματα εἰσπραττόμενα ὁ αὐτ. 347. 21, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 23, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, καὶ εἰσεπράσσετο [[δημοσίᾳ]] Αἰλ. Ποικίλ. Ἱστ. 12. 12 («ἐξ ἑτέρων διορθώσεως, ἀντὶ τοῦ ἐπιπράσκετο» Κοραῆς), Δημ. 900. 12.
}}
}}

Revision as of 11:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπράσσω Medium diacritics: εἰσπράσσω Low diacritics: εισπράσσω Capitals: ΕΙΣΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: eisprássō Transliteration B: eisprassō Transliteration C: eisprasso Beta Code: ei)spra/ssw

English (LSJ)

Att. εἰσπράττω,

   A get in or exact, φόρον IG12.65.16, cf.22.1172.18, Pl.Lg.949d, Plb.13.7.3, Plu.2.1044a : c.acc. pers., τοὺς ὑπερημέρους D.21.11, cf.24.13; οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον did not charge the people [with it], Decr. ap. D.18.115: c.dupl. acc., τοσοῦτον πλῆθος χρημάτων εἰ. τοὺς συμμάχους Isoc.5.146; προσήκει ὑμᾶς τοῦτον εἰσπρᾶξαί μοι τὰ ἀναλώματα Id.50.67:—Med., exact for oneself, have paid one, κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο E.IT559; Med. is freq. interchangeable with Act., D.21.155: so in pf. Pass., πικρῶς εἰσπράττειν με, ὥσπερ καὶ παρὰ τῶν ἄλλων εἰσπέπρακται Id.35.44; also εἰ. τιμωρίαν exact vengeance, Jul.Or.2.58a:—Pass., of the money to be exacted, D.19.21, IG2.814a A24; of persons, have money exacted from one, have to pay it, D.33.24.

German (Pape)

[Seite 746] eintreiben, einfordern, was man mit Recht fordern kann, B. A. 245 ἀπαιτεῖν; Plat. Legg. XII, 949 d; τινά τι, z. B. τοσοῦτον πλῆθος τῶν χρημάτων τοὺς συμμάχους Isocr. 5, 146; von Abgaben u. Schulden, τοὺς τριηράρχους, τοὺς ὀφείλοντας, Dem. 24, 13. 161; τοὺς ὑπερημέρους 21, 11; χρήματα, erpressen, Pol. 13, 7, 3; τιμήν, ἐπιτήδεια εἰσπράττομαι, von mir wird eingefordert, D. Cass. 45, 28. 77, 9. – Med., für sich eintreiben, κακὸν δίκαιον Eur. I. T 559; παραγώγιον εἰσπράξομαι Philppds. Poll. 9, 30; εἰσπράξεται μισθὸν παρ' οἷς ἐδείπνει Antiphan. Ath. VI, 240 f; Sp., wie Plut. X oratt. 4 p. 238 Luc. paras. 52.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: - εἰσπράττω, «συνάζω» ὀφειλὰς ἢ φόρους, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 18, Πλάτ. Νόμ. 949D, Δημ. 518, κτλ.· τινά, ἔκ τινος (προσώπου), ὅτι τοσοῦτον πλῆθος χρημάτων εἰσπράξασα τοὺς συμμάχους εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήνεγκεν Ἰσοκρ. 111Ε, Δημ. 704. 7., 1227. 9. κτλ.· ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ἔδωκε καὶ οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον, δὲν τὰ ἐζήτησε παρὰ τοῦ δημοσίου, ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 15: - Μέσ., εἰσπράττω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω, ὡς εὖ κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο, κακὴν δίκην, Εὐρ. Ι. Τ. 559· ἀλλὰ τὸ μέσ. (μετὰ παθ. πρκμ.) συχνάκις ἐναλλάσσεται μετὰ τοῦ ἐνεργ., Δημ. 564, ἐν τέλει· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., πικρῶς εἰσπράττειν με, ὥσπερ καὶ παρὰ τῶν ἄλλων εἰσπέπρακται ὁ αὐτ. 939. 8: - Παθ. ἐπὶ χρημάτων, εἰσπράττομαι, τῷ θεῷ δὲ τὰ χρήματα εἰσπραττόμενα ὁ αὐτ. 347. 21, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 23, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, καὶ εἰσεπράσσετο δημοσίᾳ Αἰλ. Ποικίλ. Ἱστ. 12. 12 («ἐξ ἑτέρων διορθώσεως, ἀντὶ τοῦ ἐπιπράσκετο» Κοραῆς), Δημ. 900. 12.