στόχος: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(13_4)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] wie [[σταλίς]], [[στάλιξ]], alles Aufgerichtete, gew. das aufgestellte Ziel, wonach man zielt, Xen. Ages. 1, 25; Poll. 5, 36; – das Zielen, Muthmaßen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] wie [[σταλίς]], [[στάλιξ]], alles Aufgerichtete, gew. das aufgestellte Ziel, wonach man zielt, Xen. Ages. 1, 25; Poll. 5, 36; – das Zielen, Muthmaßen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240.
}}
{{ls
|lstext='''στόχος''': ὁ, [[σκοπός]], «σημάδι», Εὐρ. Βάκχ. 1100 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Reiske ἀντὶ τ ὅχον) στοχῷ (οὕτω) βάλλειν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. 2) [[εἰκασία]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 243. ΙΙ. = [[στοχάς]], [[Πολυδ]]. Ε´, 36. (Δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ [[στοῖχος]], [[στίχος]], ἀλλὰ παράγεται ἐκ τῆς √ΣΤΕΧ ἢ ΣΤΑΧ· πρβλ. Γοτθ. aus-tiggan (ἐξαιρεῖν)· Ἀρχ. Σκανδ. sting-a· Ἀγγλο-Σαξον. stingan, κτλ· πρβλ. Μ. Müller Sc. of Lang. 2. σ. 79. - Ἡ [[ῥίζα]] αὕτη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] συγγενὴς τῇ √ ΣΤΙΓ, [[στίζω]]).
}}
}}

Revision as of 11:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόχος Medium diacritics: στόχος Low diacritics: στόχος Capitals: ΣΤΟΧΟΣ
Transliteration A: stóchos Transliteration B: stochos Transliteration C: stochos Beta Code: sto/xos

English (LSJ)

ὁ,

   A pillar of brick, IG22.463.59, al.    2 = στοχάς, Poll.5.36.    3 butt, target, X.Ages.1.25 (Wyttenbach for στοίχων).    4 aim, aiming, E.Ba.1100 (Reiske for τ' ὄχον).    5 guess, conjecture, A.Supp.243.

German (Pape)

[Seite 949] wie σταλίς, στάλιξ, alles Aufgerichtete, gew. das aufgestellte Ziel, wonach man zielt, Xen. Ages. 1, 25; Poll. 5, 36; – das Zielen, Muthmaßen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240.

Greek (Liddell-Scott)

στόχος: ὁ, σκοπός, «σημάδι», Εὐρ. Βάκχ. 1100 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Reiske ἀντὶ τ ὅχον) στοχῷ (οὕτω) βάλλειν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. 2) εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἱκ. 243. ΙΙ. = στοχάς, Πολυδ. Ε´, 36. (Δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ στοῖχος, στίχος, ἀλλὰ παράγεται ἐκ τῆς √ΣΤΕΧ ἢ ΣΤΑΧ· πρβλ. Γοτθ. aus-tiggan (ἐξαιρεῖν)· Ἀρχ. Σκανδ. sting-a· Ἀγγλο-Σαξον. stingan, κτλ· πρβλ. Μ. Müller Sc. of Lang. 2. σ. 79. - Ἡ ῥίζα αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναι συγγενὴς τῇ √ ΣΤΙΓ, στίζω).