τραγάκανθα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(c1)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1132.png Seite 1132]] ἡ, Bocksdorn, von dem das Gummi Traganth, Theophr., Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1132.png Seite 1132]] ἡ, Bocksdorn, von dem das Gummi Traganth, Theophr., Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''τρᾰγάκανθα''': ἡ, «[[ῥίζα]] ἐστὶ [[πλατεῖα]] καὶ [[ξυλώδης]], φαινομένη δὲ [[ὑπὲρ]] γῆς· ἀφ’ ἧς οἱ κλάδοι ταπεινοί, ἰσχυροί... καὶ ἐπ’ αὐτῶν φυλλάρια πολλά, λεπτὰς μεταξὺ ἀκάνθας ἔχοντα ἐγκρυπτομένας τοῖς φύλλοις, [[λευκάς]], ἰσχυράς, ὀρθὰς» Διοσκ. 3, 20 (23), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 3· ἐκ ταύτης γίνεται [[κόμμι]] καλούμενον [[τραγάκανθα]], παράγεται δὲ ἀποτεμνομένης τῆς ῥίζης, [[διότι]] [[τότε]] ῥέει ὡς [[δάκρυον]] ἐξ αὐτῆς, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] τραγάκανθος, ἡ, διάφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 8, Γαλην. τ. 13, σελ. 236, 527· - τὸ [[ὄνομα]] ἔμεινεν ἐν Πελοποννήσῳ, περὶ δὲ τὸν Παρνασσὸν ὀνομάζεται «κολλύστουπα».
}}
}}

Revision as of 11:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγάκανθα Medium diacritics: τραγάκανθα Low diacritics: τραγάκανθα Capitals: ΤΡΑΓΑΚΑΝΘΑ
Transliteration A: tragákantha Transliteration B: tragakantha Transliteration C: tragakantha Beta Code: traga/kanqa

English (LSJ)

[ᾰκ], ης, ἡ,

   A tragacanth, Astragalus Parnassi and creticus, Thphr.HP9.1.3, Dsc.3.20, Sor.1.123, Gal.6.636:—nom. also τραγακάνθη, Milet.1(7) No.210:—τραγάκανθος, ἡ, v. l. in Thphr.HP 9.15.8, Gal.14.303.

German (Pape)

[Seite 1132] ἡ, Bocksdorn, von dem das Gummi Traganth, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγάκανθα: ἡ, «ῥίζα ἐστὶ πλατεῖα καὶ ξυλώδης, φαινομένη δὲ ὑπὲρ γῆς· ἀφ’ ἧς οἱ κλάδοι ταπεινοί, ἰσχυροί... καὶ ἐπ’ αὐτῶν φυλλάρια πολλά, λεπτὰς μεταξὺ ἀκάνθας ἔχοντα ἐγκρυπτομένας τοῖς φύλλοις, λευκάς, ἰσχυράς, ὀρθὰς» Διοσκ. 3, 20 (23), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 3· ἐκ ταύτης γίνεται κόμμι καλούμενον τραγάκανθα, παράγεται δὲ ἀποτεμνομένης τῆς ῥίζης, διότι τότε ῥέει ὡς δάκρυον ἐξ αὐτῆς, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως τραγάκανθος, ἡ, διάφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 8, Γαλην. τ. 13, σελ. 236, 527· - τὸ ὄνομα ἔμεινεν ἐν Πελοποννήσῳ, περὶ δὲ τὸν Παρνασσὸν ὀνομάζεται «κολλύστουπα».